Το θαύμα των Ελλήνων. Γαλλικό Ντοκιμαντέρ

Η Οδύσσεια του Οδυσσέα


Ταξίδι στην Αρχαία Αθήνα

Ο Ηράκλειος και η δυναστεία του

                    2. Ο Ηράκλειος και η
δυναστεία του (610 – 717):


                   Εσωτερική μεταρρύθμιση και αγώνας επιβίωσης  

 
α.
Το Βυζάντιο σε κρίση
  δεύτερο
μισό του 6ου και στις αρχές του 7ου αι.:
λοιμοί,
κακές σοδειές, σεισμοί και εισβολές στα εδάφη της αυτοκρατορίας
παρακμή
των πόλεων, μείωση του πληθυσμού
υποχώρηση
του εμπορίου και της νομισματικής κυκλοφορίας

επέκταση της κρίσης στη δημόσια οικονομία

παραμέληση του στρατού

εισβολές Σλάβων και Περσών

 

Ανάγκη
ριζικής μεταρρύθμισης
.
β.
Η αντεπίθεση του Ηρακλείου.
Τι έκανε για να σώσει την αυτοκρατορία;
1.    Αναδιοργάνωση του στρατεύματος με την οικονομική στήριξη της
εκκλησίας.
2.    Νίκη επί των Περσών (μάχη της Νινευί 627) και ανάκτηση
όλων των βυζαντινών επαρχιών στην Εγγύς Ανατολή.
3.    Νίκη επί των Αβάρων και των Σλάβων που σε συνεργασία με τους Πέρσες
πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη. 626
4.    Έδωσε στον
πόλεμο κατά των Περσών θρησκευτικό χαρακτήρα, λόγω της αρπαγής του Τιμίου
Σταυρού και  ενίσχυσε το πάθος των
στρατιωτών.
5.     γ. 
Θέματα και εξελληνισμός του κράτους
Θέματα: διοικητικές περιφέρειες με δικό
τους στρατό, που αποτέλεσαν τον πυρήνα
               του νέου διοικητικού συστήματος.
Τα θέματα  εγκαθίδρυσαν οι διάδοχοι       του Ηρακλείου, για να αντιμετωπίσουν τις
αραβικές επιδρομές.
Θεματικός
στρατός
: ένα είδος
εθνικού στρατού  που τον συγκροτούσαν
ελεύθεροι αγρότες, στους οποίους το κράτος παραχωρούσε στρατιωτικά  κτήματα ή στρατιωτόπια.
Ο
στρατηγός
ασκούσε
την ανώτατη στρατιωτική και πολιτική εξουσία στα όρια του θέματος.
Εξελληνισμός
της κρατικής διοίκησης

. Ποια στοιχεία τον φανερώνουν;
Υιοθέτηση
της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης στην πολιτική και στρατιωτική διοίκηση

Αντικατάσταση των
Ρωμαϊκών τίτλων (Αύγουστος, Καίσαρ,
Imperator)από ελληνικούς (Πιστός  ἐν Χριστώ Βασιλεύς)
Όλα αυτά σηματοδοτούν την αρχή  του τέλους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της
αρχής της μεσαιωνικής ελληνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Αρχαία Κόρινθος


Στίξη Συνοπτικός Πίνακας

credit: Μωβ κιμωλία

     
                        

  1. Κόμμα ,   παύση ελάχιστη
  1. Διπλή τελεία :   παύση  αρκετά μεγάλη
  1. Άνω τελεία    παύση  αρκετά μεγάλη
  1. Άνω κάτω  τελεία        παύση   αρκετά μεγάλη
  1. Παρένθεση (   )          παύση  μέτρια
  1. Παύλα                    παύση αρκετά μεγάλη
  1. Διπλή παύλα –                     παύση  αρκετά μεγάλη
  1. Αποσιωπητικά …                   παύση πολύ μεγάλη
  1. Θαυμαστικό  !                       παύση πολύ μεγάλη
  1. Ερωτηματικό;                      παύση πολύ μεγάλη
  1. Τελεία  .                               παύση πολύ μεγάλη
  1. Τελεία και παύλα .-               παύση πολύ μεγάλη
Χωρίζονται σε τερματικά (= όσα τίθενται στο τέλος της πρότασης ή της περιόδου) και εσωτερικά (= όσα τίθενται μέσα στην περίοδο). Τα τερματικά δηλώνουν ισχυρές
παύσεις.
Βάζουμε τελεία
·        στο τέλος μιας περιόδου και σηματοδοτεί την αρχή μιας άλλης περιόδου
·       στο τέλος ελλειπτικής πρότασης χωρίς ερωτηματικό ή θαυμαστικό. Π.χ. Ωραία ήταν.
·        Στο τέλος  ευγενικού αιτήματος. π.χ. Ανοίξτε την τηλεόραση.
·        Στους αριθμούς πχ. 8.000, στις συντομογραφίες π.χ. π.μ. Ν.Δ
· Στα αρχικά γράμματα των κυρίων ονομάτων π.χ. Κ.Π. Καβάφης                                   
Δεν βάζουμε τελεία
Δεν βάζουμε τελεία σε τίτλους (βιβλίων, ταινιών κ.λ.π.) και  επιγραφές.
Δεν βάζουμε τελεία μετά από την υπογραφή μας.
Δεν βάζουμε τελεία μετά από συντομογραφία, η οποία εμπεριέχει τελεία. 
Π.χ. Ο Όμηρος συνέθεσε την Ιλιάδα το 750 π.Χ.                              

Όχι στη βία κατά των γυναικών


Μάνα, πέρασααααααααα!!! Βάνα Δουληγέρη

Από ένα τετράγωνο μακριά φώναζε τη μάνα του ο Παντελής, που από την Τρίτη Γυμνασίου δεν την άφηνε ούτε τον  έλεγχο τριμήνου να πάρει απ΄το σχολείο, μην τον δει  η μαθητοσυμμορία  με τη μανούλα  και τον δουλεύει μέχρι τις εξετάσεις Ιουνίου. Από ένα τετράγωνο μακριά φώναζε ο γιος και άντε να καταλάβεις ποιος γιος και ποιας μάνας.. Όμως η μάνα αναγνωρίζει τη φωνή του γιου της, ακόμη κι αν εκείνη την ώρα κάνει μακροβούτι με το γούνινο  σκουφί  της Βλαχοπούλου στην Τρελή  Σαραντάρα… Και παρατάει τα φασολάκια στον πάγκο και βγαίνει στο μπαλκόνι με το μαχαίρι ξεχασμένο στο  χέρι.


«Πέρασα, ρε μάνα, γιατί οπλοφορείς;» Ο γιος από το απέναντι πεζοδρόμιο.

«Μπράβο, λεβέντη μου! Μπράβο, λεβέντη μου! Μπράβο, καμάρι μου!» Και να τα δάκρυα σε πολυσύνδετο και κλιμακωτό μαζί και όλη η γειτονιά στο πόδι. Τα ρούχα για άπλωμα στέγνωσαν στη λεκανίτσα της Φρόσως απέναντι, το αμάξι του Φώτη  έμεινε με τη σαπουνάδα για καμιά ώρα και ένα φορτηγό πάτησε το λάστιχο που σουφρώνει μόνο του και κανείς δεν νοιάστηκε!!

«Μπράβο, θηρίο!»

 «Άντε να ακούσουμε και κανένα ευχάριστο, βρε παιδιά!!!

«Χρωστάς κέρασμα, Βασιλική!»

«Το ΄ξερα εγώ, το΄ξερα εγώ, τό΄ ξερα εγώ» συνέχισε η μανούλα να ραπάρει με μια εντυπωσιακή επίδειξη λεξιλογίου-χαράς, κυνηγώντας το μάγουλο του Παντελή της, να του σκάσει ένα φιλί, τώρα που τον βρήκε ευάλωτο. «Μπράβο,  αγόρι μου, άμα θέλει ο άνθρωπος όλα τα καταφέρνει.»

Είχε δίκιο. Με φροντιστήριο μόνο στη Γ΄Λυκείου, με τον κολλητό του πρώτο  όνομα στο ποινολόγιο, τον πατέρα του εξαφανισμένο και το κορίτσι του να τον εγκαταλείπει στη μέση της χρονιάς, ήταν άθλος να της φέρνει το παιδί τέτοιους βαθμούς. Ήταν άθλος του παιδιού. Ήταν και δικός της. Με ένα μισθό, κι αυτόν κουτσουρεμένο, με κομμένη τη διατροφή εδώ και τρία χρόνια, με δύο παιδιά, που και θέλουν και μπορούν να πάνε μπροστά και τη μάνα της που περιμένει πότε θα ενσωματωθεί η Ρόδος με την υπόλοιπη Ελλάδα, για να πάει στο παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου. Δυνατή η Βασιλική, δυνατός ο Παντελής, δυνατά και τα αδύνατα.

-Ντριννν.!!!

-«Παντελή, η νονά σου στο τηλέφωνο», η  αδελφούλα του  φωνάζει από το σαλόνι. Και ο Παντελής με άπταιστη παντομίμα: «Μιλάω στο κινητό. Θα την πάρω εγώ. Σου ‘χω πει να με ρωτάς, πριν πεις ότι είμαι εδώ, το κέρατό μου…»

-«Το χτυπάω το ΦΠΨ, μάνα, και αν δεν ανέβουν πολύ οι βάσεις, μπαίνω κι Αθήνα.»

Και σκύβει ο Παντελής, για τον φτάσει η γιαγιά Ερμιόνη που έχει ελευθέρας φιλιού και ανακατέματος μαλλιών, ενώ ταυτόχρονα τον σταυρώνει  και τον ξεματιάζει…

-«Δηλαδή, μπορεί να περάσεις Επαρχία; Μην κακομελετάς, παιδί μου. Ο Παπαδάκης, είπε, θα ανέβουνε πολύ!» Και με μια δόση ενοχής, που άλλαξε κανάλι, λες και θα της έκοβε την καλημέρα ο Παπαδάκης: «Και στην Τσαπανίδου ένας είπε: «αναμένουμε κατακόρυφη αύξηση στις σχολές υψηλής ζήτησης».

«Πάρτε με τηλέφωνο!» « Πάρτε με τηλέφωνο τώρα!!»  Όχι δεν ήταν η νονά που ωρυόταν  από το ακουστικό, αλλά η Μενεγάκη με ένα παπούτσι στο χέρι σε γκρο πλαν.

-«Κλείσε, ρε μάνα, την τηλεόραση. Σε σένα μιλάω ή στη Μενεγάκη;»

Τη χαμηλώνει.

-«Πες, πες, πες!  σ΄ ακούω, καμάρι μου!»

 -«Λατινικά 19, Βιολογία 18,2, Αρχαία 16,4   Λογοτεχνία 19 και  Έκθεση …..14.»

-«14;;;; Τι 14;;» Το μισούν σ΄ αυτό το σπίτι  το 14. Το 12 καλά να πάθεις, ας πρόσεχες, το 13 να σου γίνει μάθημα- στα ΄λεγα εγώ, το 15 καταπίνεται, το 16 συγχωρείται για μια φορά, αλλά το 14; Πιο ερμαφρόδιτος βαθμός απ΄το 14 δεν υπάρχει. Τι είσαι; αδιάβαστος, αστοιχείωτος, αδικημένος, ανεπίδεκτος, ανεπρόκοπος; Τι είσαι, τέλος πάντων; Και κλέβει και την παράσταση απ΄ όλους τους  καλούς βαθμούς σου. Σαν μύγα στο φρεσκοφουρνισμένο ψωμί.

-«Και Λογοτεχνία 19, κυρά- Βασιλική», υπογραμμίζει ο Παντελής κάνοντας και μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, κατά παραγγελία της ξεματιάστρας γιαγιάς.

-«Λογοτεχνία 19 και Έκθεση 14; Πού ακούστηκε; Άχυρα έχουν στο κεφάλι τους;»

–  Έλα, ρε μάνα!  Στην περίληψη μόνο  8 μονάδες απόκλιση είχαν. Είδα τα αποκόμματα. Και στην Ιστορία 9. Σφαγή έγινε, σου λέω.

–Η γιαγιά Ερμιόνη που έχει άνοια κάθε Τρίτη και Παρασκευή, αν και Τρίτη σήμερα: «Μπράβο, παλληκάρι μου,  να σκάσει ο Αρβανιτόπουλος, ο θεομπαίχτης, που θέλει μόνον τα ιδιωτικά να περνάνε!!»

-«Έχει αλλάξει ο Υπουργός, γιαγιά! Τώρα είναι ο Φίλης.»

-«Ναι, το ξέρω. Τώρα είναι ο Φίλης Αρβανιτόπουλος. Φτου, φτου, φτου! Μπράβο, αγόρι μου, να του πας τους βαθμούς σου, αγόρι μου, και να του τους τρίψεις στη μούρη. Που έκανε τα αδύνατα δυνατά να μην περάσεις πουθενά, αγόρι μου. Να κλαίει εμένα το παλληκάρι μου πάνω απ΄ την  Ιστορία Κατεύθυνσης!!!»

Η αδερφούλα: «Η νονά σου λέει τι βγαίνεις από το Φ.Π.ψ ; …..  και να πας από κει.»

-«Φονικό Πολυεργαλείο Ψυχής, πες της, και θα πάω αύριο.»

-«Οι άλλοι πώς πήγανε, αγόρι μου; Η Σοφία; Ο  Σάκης; Η Μαριάνθη, ο Τασούλης;»

-«Η Σοφία περνάει όπου θέλει, ο Σάκης πάτωσε, αλλά δεν τον νοιάζει, η Μαριάνθη ένα Τ.Ε.Ι. το χτυπάει, ο Τάσος δεν ήθελε καν να πάει να δει.»

Η γιαγιά Ερμιόνη: «Να προσέξεις τώρα με το μηχανοστάσιο. Να δηλώσεις σωστά. Παίζει μεγάλο ρόλο.»

-Να κάνεις ό,τι θέλεις, αγόρι μου, θα τα δεις μόνος σου αυτά. Ο Θείος σου όμως είπε ότι με το ΦΠΨ  δεν θα βρίσκεις δουλειά, ούτε να την κυνηγάς με το δίκαννο. Ούτε καν Φιλόλογος, λέει, δεν μπορείς να γίνεις!!! Η  Νομική, όπως και να το κάνεις, ανοίγει πόρτες.

-Μόνο η Αθήνα, μάνα, έχει 3 φορές περισσότερους δικηγόρους απ΄ ό,τι ολόκληρη η Αγγλία, τι πόρτες ανοίγει;

-«Ε, βγάλτε το ρημάδι το κλειδί να ανοίγει!!!! Θα πιάσουμε καμιά φωτιά και θα γίνουμε δαδιά εδώ μέσα.» Η γιαγιά από δίπλα, που την κλειδαμπαρώνουν ακόμη και όταν ποτίζουν τις γλάστρες, γιατί μια φορά τους έφυγε, την ψάχνανε πρωί και απόγευμα μαζί με τη Νικολούλη, για να τη βρουν τελικά στο Σχιστό να παζαρεύει ένα χαλί.

«Ναι, αγόρι μου, εσύ ξέρεις καλύτερα, απλώς ο Θείος λέει…» και βλέποντας η μάνα τη φλέβα στον κρόταφο του Παντελή να παίζει τσέλο, μοναδική κληρονομιά απ΄ τον πατέρα του, την οποία δε μπόρεσε να αποποιηθεί, κατάπιε τα σύμφωνα σαν στραγάλια.

-«Όχι, Λεβέντη μου! Άσε το θείο σου να λέει. Πέρνα εσύ κι ας είναι και ΦΠΨ κι ας είναι και στο Ρέθυμνο. Εμείς το σκατό μας παξιμάδι θα κάνουμε, αλλά τη Σχολή θα τη βγάλεις. Αυτό το έχει  ακούσει τόσες φορές σ΄αυτό το σπίτι εδώ και τρία  χρόνια, που τα κρητικά ντάκος  κόπηκαν μαχαίρι και τις σαλάτες με κρουτόν στα GOODY’S  ούτε που να τις δει.

Όποιος έχει περάσει από Πανελλήνιες  ξέρει ότι είναι σαν να έχεις περάσει από τούρκικες φυλακές. Μπορεί να μην ξέρεις ποιο ακριβώς είναι το έγκλημά σου, αλλά την ποινή τη θυμάσαι για πάντα. Κι αν βγεις από αυτό το ίδρυμα, που λέγεται Πανελλήνιες, δικαιωμένος, ή αδικαίωτος, δεν είσαι ποτέ πια ο ίδιος.

Αφού λογοδοτήσεις στους συγγενείς σου, που ένα καλοκαίρι δεν θυμήθηκαν να σε καλέσουν να κάνεις τα μπάνια σου στο νησί και τώρα δεν μπορούν να κοιμηθούν αν δεν μάθουν τι έκανες εσύ με τη θεατρικότητα του Βιζυηνού,

αφού χάσεις κάνα δύο φίλους στην πορεία,

αφού ανεβοκατέβεις το ασανσέρ της  αυτοπεποίθησης, μια σαΐνι, μια μπούφος και τούμπαλιν,

αφού κλάψεις κρυφά πάνω από το βιβλίο κατεύθυνσης, και βρίσεις φανερά προς πάσα κατεύθυνση

αφού λαχταρήσεις τον ύπνο πιο πολύ κι από  το σεξ με την Αντριάννα Λίμα,

αφού ξεχάσεις μπάσκετ, κιθάρες,   συναυλίες και βόλτες στην Τεχνόπολη

αφού φορέσεις  ό,τι κομποσχοίνι σου δώσουν

και αφού καρφιτσώσεις φυλαχτό μέχρι και στο βρακί σου, καταλαβαίνεις ότι πρέπει επιτέλους να πιστέψεις σε σένα. Και να  πάρεις τον εαυτό σου  από το χεράκι να τον πας σέρνοντας, όπως σε πήγανε κάποτε στο νηπιαγωγείο, εκεί όπου είναι τα όνειρά σου.

Κάτι η Μενεγάκη που εδώ και ένα τέταρτο χαμογελούσε στο φακό με μια σαγιονάρα στο χέρι, κάτι η γιαγιά που του έδινε τη σύνταξη τριών μηνών, για να πάει 5 μέρες στην Αντίπαρο με τη συμμορία, κάτι τα τηλέφωνα που χτυπούσαν ασταμάτητα, λες και έβαλε το γκολ της πρόκρισης με την Κόστα Ρίκα, κάτι που μπορούσε, επιτέλους, να κοιμηθεί, αλλά τώρα δεν ήθελε, κάτι τον έπιασε. Σαν να δίνει αύριο και δεν έκανε επανάληψη, σαν να τον απολύσανε από την πρώτη του δουλειά, σαν να του ήρθε το χαρτί να πάει φαντάρος, σαν να έμεινε έγκυος η γυναίκα του, σαν να έμπλεξε η κόρη του με ναρκωτικά.

– «Μάνα φεύγω»… και ανοίγει την πόρτα.

-Κάτσε, παιδί μου, τι φεύγεις;  Πώς φεύγεις; Πού πας; Τι να σου μαγειρέψω;

– Μάνα πέρασαααααα…

 … απέναντι.

2η Δημοσίευση 

Προστακτική, αγάπη μου!

Έκανα το λάθος σήμερα και πήγα σε παραλία οργανωμένη. Οργανωμένη να με εξοντώσει. Κουρασμένη (τι τό ‘θελα να βάψω τα κάγκελα μόνη μου;), αγχωμένη (πότε θα βγουν οι μεταθέσεις, επιτέλους;;;) παραβίασα την οικογενειακή οδηγία: σε παραλία,  που φιλοξενεί πάνω από 10 άτομα και οι μισοί δεν είναι φίλοι μας, πίνουμε το ουζάκι μας, τρώμε τα μπαρμπουνάκια μας, μαζεύουμε θαλασσόξυλα για κατασκευές, αλλά δεν ξαπλώνουμε, δεν ψαρεύουμε, δεν κολυμπάμε. Αλλά,  αφού λέει ο ποιητής: «θάλασσα λανθασμένη δεν γίνεται», το τόλμησα. Και πάνω που ηρέμησε το μυαλό μου, κατέφθασαν.

Παιδιά.

Με ρακέτες. Συνέχεια ανάγνωσης

Χωρίς μπαχαρικά

/

Στο μικρό τραπέζι της κουζίνας σου,
οι  δανεικές καρέκλες,
ένα κρυστάλλινο ποτήρι πεισματάρικο
έξω έξω το έβαζες πάντα  στο ντουλάπι και όμως δεν έπεσε ποτέ,
δύο ποτήρια δώρο απ΄ την ΒP
και άλλα σεμνά και  απαρατήρητα
«Εμένα μ΄ αρέσουν και να μου φέρετε άλλα, αυτά θα βγάζω.»
το ανθοδοχείο που απομακρύναμε
όπως όπως, για να χωρέσουν τα πιάτα
έβρισκε  ο καθένας τη θέση του
φίλος ή ξένος
καλεσμένος ή έκτακτος
θαμώνας ή επισκέπτης,
παιδί ή γέροντας,
ευγνώμων ή επιλήσμων
ορατός  ή  αόρατος
τα παιδιά σου ή τα παιδιά τους

 

«Δεν  το πέτυχα αυτή τη φορά, δεν ξέρω, φάτε και θα μου πείτε»
Μοιραία  το καταλάβαμε
«Εσύ πότε θα καθήσεις, επιτέλους, ρε μάνα;»
απ΄ την καρδιά σου μας  φίλευες.
Όσο κι αν προσπαθώ
«Μόνο αλάτι και πιπεράκι, α! και λίγη ρίγανη στο τέλος. Τα  πολλά μπαχαρικά κρύβουν τα λάθη. Κοίτα, όσο μπορείς, να μην κάνεις λάθη» 
τη σάλτσα του ψητού δεν  την πετυχαίνω
είναι πολύ το κονιάκ;
είναι λίγο;
μήπως δεν είμαι πάνω απ΄ το φαγητό, όσο πρέπει;
μήπως δεν είμαι κάτω απ΄ την αγάπη, όσο χρειάζεται;
Μήπως κοιτάω πολύ να μην κάνω λάθη;
Ξέρεις, ανήμερα της γιορτής μου, τρώω πάντα έξω.
Βρίσκω μια δικαιολογία που δεν χορταίνω.

Φόρτωση περισσότερων

This site is protected by wp-copyrightpro.com