Η Παναγία των Κοιμητηρίων, Οδυσσέας Ελύτης

Παράσταση Ψυχών Απόντων, Χρήστος Μποκόρος


Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα
Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο


Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε
Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα ‘κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου
Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα
Έλα Κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στο Θάνατο.

 

 

Descartes, Μαριάννα Πλιάκου

Descartes

Ποστάρω επιμελώς.
Στήνω τους τένοντες και τις αρθρώσεις –
φωτογραφίες,
σπάνια ρήματα, ανέκδοτα ποιήματα,
πολυσυλλαβικά επίθετα σε δόσεις.
Φτιάχνω το δικό μου τέρας του Φράνκενσταϊν,
το ταΐζω ό,τι βρω.


Κάθε μέρα μεγαλώνει και ψηλώνει
ένα μέτρο τη φορά.
Κι αυτό με αφορά,
καθώς το ψηφιακό μου
τέρας άρχισε να μ’ αψηφά.
Και χωρίς αμφιβολία,
άλλη σκέψη ή δυσκολία,
το σαρκοφάγο,
περίτεχνο,
πλάσμα μου, σύντομα θα με καταπιεί.

 

Από τη συλλογή “2017”, Εκδόσεις Κύφαντα, 2019

 

Έξοδος, Νατάσα Χατζιδάκι

 

Καματριάδες, Εύβοια, Αύγουστος 2021, Φωτογραφία: Νίκος Χριστοφάκης

Έξοδος

Έφυγα από την Εύβοια ένα απόγευμα που 

φυσούσε ανατολικός άνεμος.

Έφυγα από αυτές που με συνόδευαν. 

Αυτές που έκλαιγαν. 

Αέρας τις σπρώχνει τώρα σε τάφρο. 

 

Σκόνη γεννούν τα χορτάρια. 

Τα μάρμαρα, αργό και ύπουλο στεγνώνει το φως.

Το Δάσος έγινε ένα.

Ακούω τα Ελάφια μου σε σκοτεινές σπηλιές να πέφτουν.

Τα Ερπετά συστρέφονται, καθώς η Εύβοια αποπλέει.

 

Νατάσα Χατζιδάκι, Άρτεμις, Στις εξόδους των πόλεων

Πηγή- Κυκλοδίωκτοςς

 

Το εγκώμιο της θαλάσσης, Κ. Γ. Καρυωτάκης

Φωτο: Εύβοια, Μωβ κιμωλία

Το εγκώμιο της θαλάσσης

Ι

Ἡ θάλασσα εἶναι ἡ μόνη μου ἀγάπη. Γιατί ἔχει τὴν ὄψη τοῦ ἰδανικοῦ. Καὶ τ᾿ ὄνομά της εἶναι ἕνα θαυμαστικό.

Δὲ θυμᾶμαι τὸ πρῶτο ἀντίκρισμά της. Χωρὶς ἄλλο θὰ κατέβαινα ἀπὸ μία κορφή, φέρνοντας ἀγκαλιὲς λουλούδια. Παιδὶ ἀκόμα, ἐσκεπτόμουν τὸ ρυθμὸ τοῦ φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στὴν ἀμμουδιά, ἐταξίδευα μὲ τὰ καράβια ποὺ περνοῦσαν. Ἕνας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οἱ αὖρες μοῦ ἄγγιζαν τὰ μαλλιά. Ἄστραφτε ἡ μέρα στὸ πρόσωπό μου καὶ στὰ χαλίκια. Ὅλα μοῦ ἦταν εὐπρόσδεκτα: ὁ ἥλιος, τὰ λευκὰ σύννεφα, ἡ μακρινὴ βοή της.

Ἀλλὰ ἡ θάλασσα ἐπειδὴ ἤξερε, εἶχε ἀρχίσει τὸ τραγούδι της, τὸ τραγούδι της ποὺ δεσμεύει καὶ παρηγορεῖ.

Εἶδα πολλὰ λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες ἐπήγαιναν δῶθε κεῖθε σὰν εὔθυμοι μικροὶ μαθητές. Κουρασμένα πλοῖα, μὲ ὀνόματα περίεργα, ἐξωτικά, ὕψωναν κάθε πρωὶ τὴ σκιά τους. Ἄνθρωποι σκεφτικοί, ὥριμοι ἀπὸ τὴν ἅλμη, ἀνέβαιναν σταθερὰ τὶς ἀπότομες, κρεμαστὲς σκάλες. Ἄγρια περιστέρια ζυγίζονταν στὶς κεραῖες.

Ὕστερα ἐνύχτωσε. Μιὰ κόκκινη γραμμὴ στὸν ὁρίζοντα, μόλις ἔβρισκε ἀπάντηση στὶς ράχες τῶν μεγάλων, ἀργῶν κυμάτων. Ἐσάλευαν σὰν ἀπὸ κάποια μυστική, ἐσωτερικὴ αἰτία, καὶ ἅπλωναν πλησιάζοντας, γιὰ νὰ σπάσουν ἀπαλά, βουβά. Ὅλα τ᾿ ἄλλα — ὁ οὐρανός, τὰ βουνὰ ἀντίκρυ, τὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος — ἕνα τεράστιο μαῦρο παραπέτασμα.

ΙΙ

Ἔζησε κανεὶς θλιβερὰ πράγματα. (Σπίτια μαῦρα, κλειστά. Ἀναιμικά, ἐξόριστα δέντρα τοῦ δρόμου. Ἡ «μαντάμα» μετράει ἀπογοητευμένη τὶς μάρκες της. Στὴν πλατεία οἱ λοῦστροι, κουρασμένοι νὰ κάθονται, σηκώνονται καὶ παίζουν μεταξύ τους. Ὁ νέος νομάρχης, μὲ μονόκλ, ἐπροσφώνησε τοὺς ὑπαλλήλους. Δίπλα ἐξύπνησαν γιὰ νὰ πάρουν τὸ τρένο. Ποτὰ ἀνδρῶν 10 δρ., ποτὰ γυναικῶν 32,50 δρ.) Στὸν ἄνεμο ἀνοίγει ἕνα παράθυρο, κ᾿ ἔρχεται μπροστά μας. Ὅλα ξεχνιοῦνται. Εἶναι ἐκεῖ, ἄσπιλη, ἀπέραντη, αἰώνια. Μὲ τὸ πλατύ της γέλιο σκεπάζει τὴν ἀσχήμια της. Μὲ τὴ βαθύτητά της μυκτηρίζει. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἐμπόρου πεθαμένη καὶ περπατεῖ. Ἡ ψυχὴ τῆς κοσμικῆς κυρίας φορεῖ τὰ πατίνια της. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου λούζεται στὴν ἁγνότητα τῆς θαλάσσης. Βρίσκει ἡ νοσταλγία μας διέξοδο καὶ ὁ πόνος μας τὴν ἔκφρασή του.

Ποιήματα και πεζά, Κώστας Γ. Καρυωτάκης, Εκδ. Γράμματα, 2001

Κατάδυση στο Ναυάγιο, Αντριέν Ριτς

 

Κατάδυση στο Ναυάγιο

 

Αφού πρώτα διάβασα το βιβλίο των μύθων,
και φόρτωσα την κάμερα,
και έλεγξα την άκρη της λεπίδας του μαχαιριού,
φόρεσα
την ολόσωμη πανοπλία από μαύρο λάστιχο
τα γελοία βατραχοπέδιλα
τη φοβερή κι αλλόκοτη μάσκα.
Αναγκάζομαι να το κάνω αυτό
όχι σαν τον Κουστώ με την
αφοσιωμένη του ομάδα
πάνω στο ηλιόλουστο ιστιοφόρο
αλλά εδώ πέρα μόνη μου.

Μια σκάλα υπάρχει.
Η σκάλα είναι πάντα εκεί
κρέμεται αθώα
κοντά στο πλάι του ιστιοφόρου.
Γνωρίζουμε το λόγο της ύπαρξής της
εμείς που την έχουμε χρησιμοποιήσει.
Σε αντίθετη περίπτωση
δεν είναι παρά ένα κομμάτι ναυτιλιακού νήματος
απλά κάποιο μέρος του εξοπλισμού.
Κατεβαίνω.
Από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και ακόμα
το οξυγόνο με βυθίζει
το μπλε φως
τα καθαρά άτομα
του ανθρώπινου αέρα μας.
Κατεβαίνω.
Με τα πόδια μου παράλυτα απ΄ τα βατραχοπέδιλα
σέρνομαι σαν έντομο κάτω στη σκάλα
και δεν υπάρχει κανείς
να μου πει πότε ο ωκεανός
θα αρχίσει.
Αρχικά ο αέρας είναι μπλε κι ύστερα
είναι πιο μπλε και μετά πράσινος και μετά
μαύρος και μου έρχεται σκοτοδίνη αλλά
η μάσκα μου είναι πανίσχυρη
διοχετεύει στο αίμα μου ισχύ
η θάλασσα είναι μια άλλη ιστορία
η θάλασσα δεν είναι ζήτημα ισχύος
πρέπει να μάθω μόνη μου
να στρέφω το κορμί μου χωρίς βία
μέσα στο βαθύ στοιχείο.
Και τώρα: εύκολο είναι να ξεχάσω
για ποιο λόγο ήρθα εδώ
μεταξύ τόσων πολλών που ανέκαθεν
ζουν εδώ
λικνίζοντας τα ριπιδωτά τους πτερύγια
ανάμεσα απ΄ τους υφάλους
έτσι κι αλλιώς
αναπνέει κανείς διαφορετικά εδώ κάτω.
Ήρθα να διερευνήσω το ναυάγιο.
Οι λέξεις είναι σκοποί.
Οι λέξεις είναι χάρτες.
Ήρθα να δω τι ζημιά έχει γίνει
και τι θησαυροί επικρατούν.
Έσυρα την ακτίνα του φακού μου
αργά κατά μήκος της γάστρας
για να βρω κάτι πιο μόνιμο
από ψάρια ή φύκια
εκείνο για το οποίο ήρθα εδώ:
το ναυάγιο κι όχι την ιστορία του ναυαγίου
το πράγμα το ίδιο και όχι το μύθο
το πνιγμένο πρόσωπο που πάντα κοιτά
προς τον ήλιο
τα αποδεικτικά στοιχεία της ζημιάς
που φθαρμένα απ΄ το αλάτι λικνίζονται σ΄ αυτή την ξεφτισμένη ομορφιά
τα πλευρά της καταστροφής
που καμπυλώνονται για να υψώσουν το ανάστημά τους
μεταξύ των διστακτικών θαμώνων.
Αυτό είναι το μέρος.
Κι εγώ είμαι εδώ, η γοργόνα με τα μαύρα μαλλιά
που κυματίζουν πίσω, ο γοργονάνδρας με τη μαύρη πανοπλία.
Κάνουμε κύκλους σιωπηλά
γύρω απ΄ το ναυάγιο
βουτάμε μέσα στο αμπάρι.
Είμαι εκείνη: είμαι εκείνος
με το πνιγμένο πρόσωπο που κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά
με στήθη που φέρουν ακόμα την πίεση
με το ασημένιο, χάλκινο, επιχρυσωμένο φορτίο που κείτεται
αφανές μέσα σε βαρέλια
μισοχωμένα και παρατημένα να σαπίζουν
είμαστε τα μισοκαταστραμμένα όργανα
που κάποτε κρατούσαν την πορεία
το θαλασσοφαγωμένο ημερολόγιο καταστρώματος
η χαλασμένη πυξίδα
Είμαστε, είμαι, είσαι
από δειλία ή από τόλμη
εκείνος που βρίσκει το δρόμο μας
πίσω σε αυτή εδώ τη σκηνή
κουβαλώντας ένα μαχαίρι, μια κάμερα
ένα βιβλίο μύθων
μέσα στο οποίο
τα ονόματά μας δεν εμφανίζονται.

                                                             Κατάδυση στο Ναυάγιο: Ποιήματα 1971-1972, Adrienne Rich
Μετάφραση: Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

 

Μέσα στο σιωπηλό δάσος, Μαξ Ζακόμπ

Γλυπτό: Peter and Sue Hill

  Μέσα στο σιωπηλό δάσος

«Μέσα στο σιωπηλό δάσος, δεν ήρθε ακόμα η νύχτα και η θύελλα της θλίψης δεν έχει προσβάλει ακόμα τα φύλλα. Μέσα στο σιωπηλό δάσος όπου οι Δρυάδες έχουνε φύγει, οι Δρυάδες δεν θα ξανάρθουνε πια.

Μέσα στο σιωπηλό δάσος, το ρυάκι δεν έχει πια κύματα, μια κι ο χείμαρρος κυλάει χωρίς νερό σχεδόν και γυρίζει. Μέσα στο σιωπηλό δάσος, υπάρχει ένα δέντρο μαύρο σαν το μαύρο, και πίσω από το δέντρο υπάρχει ένας θάμνος που έχει τη μορφή κεφαλιού και που φλέγεται, και που φλέγεται από αιμάτινες και χρυσές φλόγες.

 

Μέσα στο σιωπηλό δάσος όπου οι Δρυάδες δε θα ξανάρθουνε πια, υπάρχουν τρία μαύρα άλογα, που είναι τ’ άλογα των μάγων βασιλιάδων, κι οι μάγοι βασιλείς δεν είναι πια επάνω στ’ άλογά τους ούτε αλλού, κι αυτά μιλάνε σαν άνθρωποι.»

 

Μετάφραση: Τάσος Κόρφης

 

Γλυπτό: Peter and Sue Hill

 

 

Ο Ψαράς, Λι Γιου/ Λι Χουζ Χου

photo: μωβ κιμωλία

 

Ο Ψαράς

Αφρισμένες παλίρροιες σαν νιφάδες
χασομερούν
Δαμασκηνιές παραταγμένες ανθίζουν σιωπηλά
Ένα μπουκάλι κρασί και το ψάρεμα
Ποιος σ΄αυτό τον κόσμο μετριέται μαζί μου;

Το κουπί σχίζει στα δύο νερά πηγής
η βάρκα σαν φτερό επιπλέει
ένας μικρούλης γάντζος παίζει
στο τέλος του μεταξένιου σκοινιού
Το νησάκι γεμάτο λουλούδια
κι η κανάτα μου γεμάτη κρασί
Πάνω στα χίλια στρέμματα των κυμάτων
υπάρχει ελευθερία. 
Λι Γιου
 

Μάτια Ανάποδα- 7, Χριστιάνα Αβρααμίδου

Julien Pacaud, 66 Πολαρόιντ που δεν υπήρξαν ποτέ-1

 

7

Άκουσα να λένε,
πως παίζουν οι τολμηροί τη ζωή τους κορώνα -γράμματα.

Αποφάσισα να το κάνω και εγώ,  

να δω επιτέλους,

αν επιφέρει κάτι.

 

 

Ρίχνω το κέρμα στη μέση του δρόμου,

γράμματα. 

Το ξαναρίχνω,

κορώνα.

Μεσημέρι Αυγούστου, στους 40 βαθμούς,

εγώ έπαιξα τη ζωή μου κορώνα- γράμματα. 

Και παρακαλώ όπως καταγραφεί,

πως μάλλον δεν φάνηκα διόλου τολμηρή.

Έπαιξα τα πάντα κορώνα- γράμματα, 

μα καμιά αγάπη ή άνοιξη 

 δεν είχε -αν
μη τι άλλο-
 

σωθεί

 

 

 

Μάτια Ανάποδα, Χριστιάνα Αβρααμίδου, Λογοτεχνικά Σημειώματα, Τ. 12. 2011

 

La Giara, Όλγα Παπακώστα

LA GΙARA

Κλείστηκα μέσα στο πιθάρι

Που η ίδια κόλλησα

Όταν έσπασε

Αστείο θέαμα

Η μεταφορά

Από τον έναν κόσμο

Στον άλλο

Με είχε κουράσει

Το μπες βγες

 

Μεταμορφώ[θ]εις, Πατάκη,2018

 

Μια μέρα πριν να μείνω, Juan Vicente Piqueras

 

 


Μια μέρα πριν να μείνω

Όλα είναι έτοιμα: η βαλίτσα,
τα πουκάμισα, οι χάρτες, η φρούδα ελπίδα.
Τινάζω τη σκόνη απ’ τα βλέφαρά μου.
Στο πέτο έβαλα
το ρόδο των ανέμων.
Όλα είναι έτοιμα: η θάλασσα, ο αέρας, ο άτλαντας.
Μόνο το πότε μου λείπει,
το προς τα πού, ένα ημερολόγιο πλοίου,
ναυτικοί χάρτες, ούριοι άνεμοι,
κουράγιο και κάποιος να ξέρει
να μ’ αγαπά όπως εγώ δεν μ’ αγαπώ.
Το πλοίο που δεν υπάρχει, το βλέμμα,
οι κίνδυνοι, τα τρομαγμένα χέρια,
το ομφάλιο νήμα του ορίζοντα
που υπογραμμίζει αυτούς τους αποσιωπητικούς στίχους…
Όλα είναι έτοιμα: σοβαρά, μάταια.

 

Juan Vicente Piqueras, “Ιστορία της δίψας”  μετάφραση: Κώστας Βραχνός

 

Φόρτωση περισσότερων

This site is protected by wp-copyrightpro.com