Άνθρωποι και Δελφίνια, Αντώνης Σουρούνης – Φύλλο εργασίας

 

Άνθρωποι και Δελφίνια, Αντώνης Σουρούνης

Εδώ το κείμενο

Διαβάστε  Ανάλυση του κειμένου εδώ

Φύλλο εργασίας

1

Δελφίνι
γοργοπτέρυγο

Δελφίνι γοργοπτέρυγο στη ράχη σου επάνω
να ήμουν, να με πήγαινες στο σύμπαν του βυθού
το κύμα το πιο γρήγορο γλιστρώντας να το φτάνω
να παίζω, να πετάγομαι στην πλώρη καϊκιού
δροσάτο να αισθάνομαι το χάδι του νερού.

 

Δελφίνι ασημόγελο τη χάρη σου να είχα
να βλέπουν, να με χαίρονται τα πλάσματα της Γης
λιγάκι από τη δύναμη κι ας ήταν μία ψίχα.
Βαδίζεις μέσ’ στη θάλασσα ορθό, σαν αθλητής
εσύ ‘σαι ο καλύτερος της Πλάσης χορευτής.

 

Δελφίνι αγγελόφωνο, κρυστάλλινος ο ήχος
που φτάνει το τραγούδι σου ψηλά στον ουρανό
της Φύσης ο πιο όμορφα ορθοπλεγμένος στίχος
στολίδι στην κορόνα σου θα ταίριαζε θαρρώ,
ας ήταν και να κράταγα του Πάνα τον αυλό.

 

 Ντίνος Γλαρός, Ανέκδοτη συλλογή “Ουρά
από παγώνι”, Ποιήματα για παιδιά

Πηγή

Ερωτήσεις

α. Πώς παρουσιάζεται το δελφίνι στο παραπάνω ποίημα;

β. Κυρίαρχο εκφραστικό μέσο του ποιήματος είναι τα επίθετα, που είναι διάσπαρτα  και προσδιορίζουν το δελφίνι. Να τα συγκεντρώσετε και να σχολιάσετε ποιες εντυπώσεις και συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου αποτυπώνουν.

γ. Στο ποίημα η ατμόσφαιρα είναι ειδυλλιακή. Να τη συγκρίνετε με το ακόλουθο χωρίο του χρονογραφήματος:

Κείτονταν νεκρό, όπως είπα, στη βρόμικη άμμο, με μια αιώνια θα ‘λεγα μεγαλοπρέπεια, τέτοια
που λίγα ζώα διαθέτουν κι ακόμα πιο λίγοι άνθρωποι. Πάνω από μια βδομάδα ήταν
σ’ εκείνη τη θέση, κατάχαμα, σαν πίνακας νεκρής, κατάνεκρης φύσης, έργο κι αυτό
του ανθρώπου, μέχρι που δημοσιεύτηκε η φωτογραφία του κουφαριού* του κι ήρθαν και
το περιμάζεψαν, όχι από ντροπή αλλά από δημαρχιακή πολιτική.

 

2

Δείτε το βίντεο. Να γράψετε την είδηση που θα συμπλήρωνε ικανοποιητικάτο ακόλουθο ρεπορτάζ και θα δημοσιευόταν σε ηλεκτρονική εφημερίδα υψηλού αναγνωστικού ενδιαφέροντος.

 

 3

Να συγκρίνετε το κείμενο του Σουρούνη με το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, «Ξιφίας διασχίζει το καλοκαίρι μας» (πατήστε το σύνδεσμο)  

4

Διαβάστε το ποίημα του Αλέξανδρου Πούσκιν «Το αηδόνι» και απαντήστε στα  ακόλουθα ερωτήματα:

α) ποιο πλάσμα συγκινεί τον Ρώσο ποιητή και για ποιο λόγο;  ποιο πλάσμα ξεχωρίζει ο Σουρούνης και γιατί;

β ) «Τους στίχους σου δεν τους ακούει μήτε τους νιώθει εκείνη!  Ανθίζει, για να φαίνεται, μα ’ναι κουφή η καρδιά της.» : Σε ποιο πρόσωπο νομίζετε ότι αναφέρονται οι καταληκτικοί στίχοι του ποιήματος;


Το αηδόνι

Του Μάη τις νύχτες κελαηδεί μες στους γαλήνιους κήπους
τ’ αηδόνι της ανατολής ανάμεσα στα ρόδα.
Το τρυφερό τριαντάφυλλο δε νιώθει ουδέ κι ακούει
και κάτω από το ερωτικό τραγούδι αποκοιμιέται.

Ποιητή, όταν την ψυχρή ομορφιά θα τραγουδήσεις, σκέψου
μόνο τ’ αηδόνι· αληθινά, προς τι να μπεις στον κόπο;
Τους στίχους σου δεν τους ακούει μήτε τους νιώθει εκείνη!
Ανθίζει, για να φαίνεται, μα ’ναι κουφή η καρδιά της.

 

5

Διαβάστε το ακόλουθο ποίημα, «Τα δελφίνια» του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου   και δοκιμάστε να απαντήστε στις ερωτήσεις: 

  α. Ποιο, νομίζετε, είναι το θέμα του ποιήματος;

 β. Ποια κοινά στοιχεία του
ανθρώπου με το δελφίνι εντοπίζει ο ποιητής;

           γ.  Ο ποιητής αισθάνεται ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη και τη «θάλασσα» και τον «αέρα» και μοιραία ζει πάντα διχασμένος. Αισθανθήκατε ποτέ να σας προσελκύουν δύο κόσμοι διαφορετικοί; Ποιοι
είναι αυτοί; 

«Τα δελφίνια»


Σαν τα δελφίνια είμαστε,
που περνάνε στ’ ανοιχτά
κι εμείς τα κοιτάζουμε στα βότσαλα της παραλίας ξαπλωμένοι
με τα κεφάλια μας ν’ αγγίζονται
και με τα πόδια μας πλεγμένα
κι ο κόσμος,
για λίγο,
δεν γυρίζει πια για μας
κι είναι αυτό η ευτυχία.

Σαν τα δελφίνια,
έτσι είμαστε κι εμείς,
που τη μια βυθίζονται
και σχίζουνε τα βάθη του πελάγους
και την άλλη
τινάζονται έξω με ορμή
για ν’ αναπνεύσουν οξυγόνο

και δεν μπορούν μήτε στη θάλασσα
μήτε και στον αέρα
να ζήσουν μιαν ολόκληρη ζωή,
μα πάντα διχασμένα,
κι ούτε τον ύπνο τους δεν τον κοιμούνται
ολόκληρα
μη μέσα στ’ όνειρο αποξεχαστούν,
μην έξω απ’ τ’ όνειρο παγιδευτούν
και πάθουν ασφυξία.

 «Γράμματα σ’ έναν πολύ νέο ποιητή», Χαράλαμπος
Γιαννακόπουλος,  εκδ. Πόλις, 2012

  

    6

α. Πώς παρουσιάζεται το δελφίνι στο ποίημα, Θαλασσινά τραγούδια του Γεώργιου Δροσίνη, που ανθολογείται στο περσινό σας βιβλίο; 

β. Ποια θέση έχει ανάμεσα στα πλάσματα της θάλασσας, σύμφωνα με την παράστασή του στο ποίημα;

γ.  Σας αρέσει αυτή η εικόνα του δελφινιού, όπως την παριστάνει ο ποιητής;

δ. Δοκιμάστε να αντικαταστήσετε την ακόλουθη  στροφή με μια   εικόνα του δελφινιού στη θάλασσα, όπως εσείς την φαντάζεστε.:

Στου καραβιού το πλάι
ένα τρελό δελφίνι
γοργόφτερο πετάει
και πίσω μάς αφήνει.
και σαν να καμαρώνεται
της θάλασσας το άτι
με τους αφρούς του ζώνεται
και μας γυρνά την πλάτη.

 7

Σήμερα διαβάσατε την ακόλουθη είδηση. Να καταγράψετε τις εντυπώσεις και στις σκέψεις σας σε είδος κειμένου της επιλογής σας, με σκοπό να κινητοποιήσετε τους αναγνώστες για την προστασία τους ή (γ΄ επιλογή) να εκφράσετε τα συναισθήματά σας).

 α. Χρονογράφημα

 β. Ομιλία σε διασχολική εφηβική εκδήλωση με
θέμα : «Τα παιδιά για το περιβάλλον»

 γ. Προσωπικό Ημερολόγιο

Μυστήριο με θανάτους δελφινιών στο Πράσινο Ακρωτήρι: 163 ξεβράστηκαν και πέθαναν

30 Σεπτεμβρίου 2019

Περισσότερα από 160 δελφίνια ξεβράστηκαν μέσα στην εβδομάδα στο Πράσινο Ακρωτήριο. Τα περισσότερα από τα υδρόβια θηλαστικά πέθαναν παρά τις προσπάθειες ειδικών και εθελοντών να τα οδηγήσουν πίσω στην ανοιχτή θάλασσα. Σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση BIOS Cape Verde, συνολικά 163 «πεπονοκέφαλα» δελφίνια ξεβράστηκαν σε παραλία της νήσου Boa Vista. Περίπου 100 αξιωματούχοι, ντόπιοι και τουρίστες τραβούσαν τα δελφίνια πίσω στα βαθιά, με τις άκαρπες προσπάθειες τους να διαρκούν ώρες. Λιγότερα από 20 δελφίνια επέστρεψαν στα βαθιά και τα υπόλοιπα 136 πέθαναν και θάφτηκαν στο νησί. Μπουλντόζες έσκαψαν και έριξαν μέσα στους λάκκους τα άτυχα πλάσματα που πέθαναν κάτω από αδιευκρίνιστες, μυστηριώδεις συνθήκες. Οι εναέριες εικόνες που μετέδωσε το CBS είναι πραγματικά συγκλονιστικές. 

(Από τον ηλεκτρονικό τύπο)

 Πηγή 

 🐬🐬🐬🐬

Ποιήματα, Γκυγιώμ Απολλιναίρ, Κεφ. “Ο Θηριομάχος ή η Ακολουθία του Ορφέα”, Εκδ. Νεφέλη, 1982        
Μετάφραση: Βερονίκη Δαλακούρα, Ξυλογραφία: Raul Dufy,
 

8

Συμπληρωματικές  εργασίες και
ερωτήσεις

 

 

1.   Εντοπίστε όλες τις εικόνες του κειμένου και γράψτε τα συναισθήματα που σας προκαλούν. 

2.   Υποθέστε ότι ως δημοσιογράφος καλύπτετε το ρεπορτάζ για το νεκρό και εγκαταλελειμμένο δελφίνι. Γράψτε ένα κείμενο 100- 150  λέξεων, με το οποίο θα παρουσιάζατε την είδηση στο ραδιόφωνο. (Σκεφτείτε ότι ο ακροατής/ τρια δεν θα έχει την ευκαιρία να δει εικόνα του περιστατικού).

3. Μπορείτε να προχωρήσετε σε άλλο χωρισμό ενοτήτων από αυτόν που προτείνεται εδώ;

4.   Τι εννοούμε όταν λέμε ότι το αφήγημα αυτό έχει χαρακτήρα χρονογραφήματος;

   (κατ΄ άλλους συγκεντρώνει περισσότερα στοιχεία δοκιμίου)

5.   Με ποια μέσα ο συγγραφέας δίνει ρεαλισμό στη διήγηση;

6. Σε ποια χωρία του κειμένου ο Σουρούνης καταγράφει προσωπικές του αναμνήσεις; Ποιο σκοπό νομίζετε ότι εξυπηρετεί αυτή η αναφορά;

7.   Ο συγγραφέας αγαπά ιδιαίτερα τα δελφίνια. Ποιο ζώο αγαπάτε ιδιαίτερα εσείς και με ποιες εικόνες ή αναμνήσεις το έχετε συνδέσει; 

8.   Ποιες άλλες συμπεριφορές των ανθρώπων  κατά των ζώων θεωρείτε εσείς εγκληματικές εκτός από αυτές που θίγει ο συγγραφέας Αντώνης Σουρούνης;

9.   Να σταχυολογήσετε λέξεις και εκφράσεις που δεν συναντάτε συχνά σε λογοτεχνικά κείμενα. Γράψτε τα σχόλιά σας. 

10. Τι εννοεί ο συγγραφέας στο χωρίο: « Η αλήθεια είναι ότι τα αγαπάω. Κι άλλα ζώα όμως αγαπάω και τά ‘χω  ξεχάσει. Υπάρχουν μάλιστα και ορισμένα που ζήσαμε μαζί και τα ξέχασα.»; 

11. Ερευνήστε ποια είδη ζώων αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης ή  υφίστανται κακομεταχείριση στην περιοχή σας. Ενημερώστε για το πρόβλημα τις τοπικές αρχές συντάσσοντας  επίσημη επιστολή με σκοπό την προστασία
τους.  

12. Θα σας ενδιέφερε να συμμετάσχετε σε ένα εθελοντικό πρόγραμμα προστασίας ζώων ή μια φιλοζωική οργάνωση; Δώστε την απάντησή σας σε μια παράγραφο ανεπτυγμένη με αιτιολόγηση. 

 

Άνθρωποι και Δελφίνια, Αντώνης Σουρούνης – Ανάλυση

 τύπτε δ᾽ ἐπιστροφάδην· τῶν δὲ στόνος ὄρνυτ᾽ ἀεικὴς
ἄορι θεινομένων, ἐρυθαίνετο δ᾽ αἵματι ὕδωρ.
ὡς δ᾽ ὑπὸ δελφῖνος μεγακήτεος ἰχθύες ἄλλοι
φεύγοντες πιμπλᾶσι μυχοὺς λιμένος εὐόρμου
δειδιότες
· μάλα γάρ τε κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν·

ὣς Τρῶες ποταμοῖο κατὰ δεινοῖο ῥέεθρα
πτῶσσον ὑπὸ κρημνούς. ὃ δ᾽ ἐπεὶ κάμε χεῖρας ἐναίρων,
ζωοὺς ἐκ ποταμοῖο δυώδεκα λέξατο κούρους
ποινὴν Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο θανόντος· 

                                       (Ιλιάδα, Ραψωδία Φ 20-28)

Διαβάστε εδώ το κείμενο

Α.
Ανάλυση κειμένου

Εισαγωγικές
επισημάνσεις

  Το αφήγημα ανήκει στη συλλογή ιστοριών,
που δημοσίευσε ο συγγραφέας στις Κυριακάτικες εφημερίδες «Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία» και «Μακεδονία»,με τις οποίες συνεργαζόταν. Αφετηρία τους είναι
η επικαιρότητα, που άλλοτε συγκινεί, άλλοτε ανησυχεί και άλλοτε θυμώνει το
συγγραφέα. Οι Κυριακάτικες ιστορίες 
αγαπήθηκαν, διαδόθηκαν και συγκροτήθηκαν σε βιβλίο το  2002.
Όπως είχε εκμυστηρευτεί ό ίδιος ο συγγραφέας : «Αυτές
οι “
Κυριακάτικες ιστορίες” γράφτηκαν σχεδόν όλες για την
“Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” και τη “Μακεδονία της Κυριακής.  Γράφτηκαν όλες Δευτέρα πρωί -τελευταία μέρα
παράδοσης του κειμένου. Λες και ήμουν πάλι στο σχολείο. Ίσως γι’ αυτό πολλές
μιλάνε για παιχνίδι, όπως τότε που ήμουν μικρός, και άλλες είναι γεμάτες με
γέλιο και μελαγχολία, αφού σήμερα είμαι πια μεγάλος.
»

 Το αφήγημα  συγκεντρώνει  τα τεχνικά χαρακτηριστικά του χρονογραφήματος. Χρονογράφημα λέγεται το κριτικό κείμενο πάνω
σε ένα  επίκαιρο θέμα. Ακριβώς επειδή το
χρονογράφημα είναι η ακαριαία αντίδραση του συγγραφέα απέναντι σε ένα «φρέσκο»
γεγονός, δημοσιεύεται σε εφημερίδα ή περιοδικό ή ακόμη διαβάζεται στο
ραδιόφωνο. Ο χρονικογράφος   καυτηριάζει
ή κριτικάρει τα καλώς ή κακώς κείμενα με στόχο την ανάδειξη αθέατων πλευρών
μιας  κατάστασης, που μας αφορά όλους,  και ελπίζει σε  γενικότερο κοινωνικό προβληματισμό. 

Ο Αντώνης Σουρούνης υπηρέτησε στον
εβδομαδιαίο τύπο το συγκεκριμένο είδος και 
όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί, ένα χρονογράφημα, που πρωτοάκουσε στα
μαθητικά του χρόνια  από τον καθηγητή
του, ήταν η θρυαλλίδα, για να  ανάψει
μέσα του η φλόγα της συγγραφής.

Δες εδώ  φύλλο εργασίας του μαθήματος

 

 


Με αφόρμηση, λοιπόν, ένα γεγονός της επικαιρότητας ο συγγραφέας ανασύρει στην
επιφάνεια ένα βαθύτερο κοινωνικό πρόβλημα, θίγει τις αιτίες του, εκθέτει τον
προβληματισμό του και αφού κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη,  τον καλεί να συνειδητοποιήσει και να αναλάβει
τις ατομικές και κοινωνικές του ευθύνες. Το κείμενο με έρεισμα μια φωτογραφία
δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, που απεικονίζει ένα νεκρό και εγκαταλελειμμένο για
μέρες  δελφίνι,  επικεντρώνεται στην ασέλγεια του σύγχρονου
ανθρώπου πάνω στη φύση  και την ηθική
αναλγησία της πλειοψηφίας απέναντι στο φαινόμενο αυτό.     

ΘΕΜΑ

Ο συγγραφέας με
αφορμή ένα ρεπορτάζ περιγράφει τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τα δελφίνια, την
κακοποίηση, την εμπορική εκμετάλλευσή τους αλλά και την εξίσου ένοχη συλλογική
αδιαφορία για το φαινόμενο αυτό,  φωτογραφίζοντας
γενικότερα το έλλειμμα οικολογικής συνείδησης και ευαισθησίας.

 

ΔΟΜΗ

Το κείμενο μπορεί να διακριθεί  στις
ακόλουθες ενότητες με κριτήριο τις όψεις του προβλήματος της οικολογικής
ασυνειδησίας, όπως τις εκθέτει  ο  συγγραφέας:

1)
«Αυτό που παθαίνω…από δημαρχιακή πολιτική»
η αγάπη του συγγραφέα για τα δελφίνια και η συγκλονιστική  φωτογραφία των δολοφονημένων δελφινιών.

2)
«Αναδύθηκε…..της δικής ανδρείας»
Οι έρευνες και το πόρισμα των Γερμανών επιστημόνων.

3)
«Πριν από χρόνια…επιστήμονες»
η εμπορική εκμετάλλευση των ζώων από τον άνθρωπο / τα ελεύθερα
και τα φυλακισμένα δελφίνια.

4)
«Η είδηση δε λέει…..
όσο φαίνονται» ο προβληματισμός του συγγραφέα για την εγκυρότητα των
επιστημονικών συμπερασμάτων

                                                                                🐬

Περιεχόμενο -Τεχνική

 

Πρώτη ενότητα

Ο
συγγραφέας εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση)  την ιδιαίτερη αγάπη που τρέφει για τα δελφίνια.  Κάθε δελφίνι που συνάντησε ποτέ είτε το είδε
να συνοδεύει ένα πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος είτε να ζωντανεύει στο πανί του
κινηματογράφου, είτε να απαθανατίζεται σε μια φωτογραφία, τον εντυπωσίασε, τον
συγκίνησε και χάραξε τη μνήμη του ανεξίτηλα. Δεν βλέπει, λοιπόν, το δελφίνι ως
ένα θαλάσσιο «είδος» αλλά ως «πλάσμα» θαυμαστό, μοναδικό, αναντικατάστατο. Η  ευαισθησία του αυτή και η ικανότητά του να
βλέπει σε πανομοιότυπες εικόνες δελφινιών το ξεχωριστό και το εντυπωσιακό ήδη
τον διαφοροποιεί από πολλούς από μας, που έχουμε την τάση να αποτιμάμε τα  ζώα και κάθε φυσικό οργανισμό που φιλοξενεί η
γη, με κριτήριο ωφελιμιστικό και ανθρωποκεντρικό. Δηλαδή,  αναγνωρίζουμε στα ζώα αξία με κριτήριο ή την
ομορφιά τους ή  τη φιλικότητά τους ή
συνήθως  την άμεση χρησιμότητά τους για
τον άνθρωπο και ανάλογα προσαρμόζουμε τη συμπεριφορά μας: ή τα απολαμβάνουμε ως
θέαμα, ή τα βασανίζουμε, ή τα εξοντώνουμε ή τα εκμεταλλευόμαστε ως πηγή
πλουτισμού. Ο συγγραφέας όμως χωρίς να λέει πολλά  για τα  θαλάσσια
αυτά πλάσματα μάς καλεί να τα δούμε ως ισότιμους συντρόφους μας με ουσία, αξία
και δικαιώματα. Υπογραμμίζει πολύ απλά ότι τα αγαπάει. Και σημειώνει κάτι
παράδοξο : « Η αλήθεια είναι ότι τα αγαπάω.
Κι άλλα ζώα όμως αγαπάω και τα ΄χω  ξεχάσει. Υπάρχουν μάλιστα και ορισμένα που
ζήσαμε μαζί και τα ξέχασα
.» Με την παρατήρηση αυτή ο συντάκτης  προβάλλει την ιδιαίτερη αγάπη του για τα
δελφίνια και προετοιμάζει τον αναγνώστη για την ανατροπή του ευχάριστου
κλίματος και της ψυχικής ευφορίας που έχει δημιουργήσει η εισαγωγή του
κειμένου. Αξίζει όμως να κρατήσουμε τη φράση: «ζώα που ζήσαμε μαζί». 
Συνηθίζουμε να λέμε: «ζώα που είχαμε στο σπίτι», «τα κατοικίδιά  μας» ή «ζώα που είχαμε στη ιδιοκτησία μας».
Μέχρι και σήμερα εκείνον που φιλοξενεί και φροντίζει ένα σκύλο τον ονομάζουμε
αφεντικό ή ιδιοκτήτη του σκύλου. Ο συγγραφέας όμως μιλάει για ζώα- συντρόφους,
που δεν του ανήκουν, δεν είναι μέρος της οικοσκευής του, ούτε αξεσουάρ, αλλά έχει
τη χαρά ή και την πολυτέλεια να ζουν κοντά του.

Από
τις ειρηνικές εικόνες του  προοιμίου
περνάει κατόπιν ο συντάκτης στην αποκρουστική εικόνα του δολοφονημένου
δελφινιού, που κείτονταν στην παραλία της Αρετσούς.  Όλες οι ειδυλλιακές μνήμες επισκιάστηκαν από
τη θλιβερή εικόνα, που είδε σε φωτογραφικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία».
Η φωτογραφία αναπαριστάται με μια ζωηρή αντίθεση:
το μεγαλοπρεπές ζώο κείτονταν στη βρόμικη
άμμο. Η ανθρώπινη εγκληματική
παρέμβαση στη φύση καταγγέλλεται  με μια
ανατριχιαστική παρομοίωση: «σαν
πίνακας νεκρής φύσης, νεκρής-κατάνεκρης
φύσης
.» Η αντεστραμμένη  δημιουργία
είναι η καταστροφή. Ό, τι ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να δημιουργήσει είναι
συχνά πρόθυμος να το καταστρέψει.  Η ιδέα
του θανάτου και της ανίερης καταστροφής υποβάλλεται από το συγγραφέα με την αθρόα
συσσώρευση λέξεων και φράσεων που
σημαίνουν οριστικό τέλος.: «κείτονταν νεκρό, κατάχαμα, νεκρής-κατάνεκρης φύσης, κουφαριού
και το τέλος όλων των δελφινιών του κόσμου». Για κείνον αυτή η
φωτογραφία σηματοδοτεί «το τέλος των
δελφινιών όλου του κόσμου».

Η
εικόνα ήταν τόσο συγκλονιστική, ώστε η μνήμη του συγγραφέα  απέβαλε κάθε σχετική πληροφορία του ρεπορτάζ.
«Δεν θυμάμαι τι έλεγε το ρεπορτάζ». Ή ίσως η φωτογραφία
κινητοποίησε τα ανακλαστικά  του Σουρούνη
που λόγω της οικολογικής του ευαισθησίας και της ουσιαστικής του αγάπης για τα
ζώα βρίσκεται πάντα σε συναισθηματική και πνευματική ετοιμότητα. Έτσι, δεν έχει
ανάγκη ένα φλύαρο, μελοδραματικό ή καταγγελτικό  δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, για να συγκινηθεί.  Έχουν ενδιαφέρον όμως οι πιθανές αιτίες του
θανάτου του δελφινιού, που μάς παρουσιάζει, γιατί μπορεί να μην ισχύουν στη
συγκεκριμένη περίπτωση, ισχύουν όμως σε άλλες. : ή η οικονομία της φύσης
απέρριψε ως άχρηστο το άρρωστο δελφίνι ή μόνο του εξόκειλε στην ακτή και το
ξέβρασε νεκρό πια η θάλασσα, ή κάποιος ασυνείδητος  το σκότωσε, για να το περιφέρει σαν τρόπαιο. Σ’
αυτή την εικόνα ανθρώπινης αγριότητας το δελφίνι επιβάλλεται με ένα του μόνο χαρακτηριστικό
 : «τη μεγαλοπρέπεια».

Αφού
ο συγγραφέας καταδίκασε το δολοφόνο του δελφινιού,  υπογραμμίζει ότι πάνω από μια εβδομάδα
βρισκόταν το νεκρό ζώο στη ίδια θέση, χωρίς κανένας ούτε αρμόδιος φορέας, ούτε
ευαίσθητοι οργανωμένοι  πολίτες  να το περιμαζέψουν. Έτσι, έμμεσα  επιτιμά κάθε «αθώο» άνθρωπο, κάθε αδρανή
πολίτη, που συνεργεί  στο έγκλημα αυτό με
τη σιωπή του και την αδιαφορία του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο σημείο αυτό η
μομφή του συγγραφέα απευθύνεται και στον αναγνώστη και το αφήγημα παίρνει έτσι
το χαρακτήρα ανοιχτής επιστολής προς κάθε κατεύθυνση.

Στη συνέχεια γίνεται καυστικός και επικριτικός. Στρέφεται εναντίον
των πολιτικών και κοινωνικών φορέων, τους συνήθως απόντες, τους αρμοδίους. Καταγράφει
και καταγγέλλει εκείνους, που κινητοποιήθηκαν καθυστερημένα ξεσκεπάζοντας τα
κίνητρά τους: Τα Μ.Μ.Ε. τους είχαν εκθέσει  
και προσπάθησαν να δείξουν καλή διαγωγή, για να κρατήσουν τα προσχήματα.
Κίνητρό τους ήταν η «δημιουργική πολιτική» και όχι η φυσική
αποστροφή απέναντι σε ένα έγκλημα και η ηθική ευθύνη. Το νεκρό ζώο
εγκαταλείπεται σαν σκουπίδι, αλλά, ακόμα και έτσι, κανείς δεν θορυβείται αν όχι
από την  αποτρόπαια εικόνα, τουλάχιστον
από το άκοσμο θέαμα. Αν ο πολιτισμός φαίνεται από το πώς συμπεριφερόμαστε στους
νεκρούς μας, η μαζική αδιαφορία αποδεικνύει ότι το δελφίνι και γενικότερα τα
ζώα για πολλούς είναι  άψυχα αντικείμενα
ακόμη και όταν ζουν.   

Δεύτερη ενότητα

Το
δολοφονημένο δελφίνι, σημειώνει ο συγγραφέας, του θύμισε  μια είδηση που διάβασε για ένα πείραμα  Γερμανών βιοψυχολόγων. Στην πραγματικότητα,
με έντεχνο τρόπο ο συγγραφέας  μετά από
αυτούς που  κακοποίησαν το δελφίνι
περνάει σ΄αυτούς που περιεργάζονται «επιστημονικά» το θαλάσσιο αυτό κήτος. Πλάι
σ΄αυτούς που αγαπούν τα δελφίνια, όπως ο ίδιος, υπάρχουν εκείνοι που τα
σκοτώνουν αλλά υπάρχουν και εκείνοι που τα βλέπουν ως αντικείμενο μελέτης. Παραθέτει,
λοιπόν, τα πορίσματα της έρευνας και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι
επιστήμονες εκδηλώνουν  άλλη μια
αρρωστημένη τάση του ανθρώπου : Του αρέσει να απομυθοποιεί  και να αποκαθηλώνει ό,τι τον ξεπερνά, για να
το φέρει στα μέτρα του. Διάχυτη είναι η ειρωνεία του συγγραφέα σ΄αυτό το
σημείο. Οι επιστήμονες  αμφισβητούν
τη  νοημοσύνη του δελφινιού και ο
συγγραφέας αμφισβητεί τη νοημοσύνη των επιστημόνων. Η φράση « στα μέτρα του δικού τους μυαλού, της δικής
τους καρδιάς και της δικής τους  ανδρείας
»
στοιχειοθετεί την κατηγορία του για τους υπερειδικούς επιστήμονες : είναι
μικρόμυαλοι, μικρόψυχοι και δειλοί.

 

Τρίτη ενότητα                         

Στη
συνέχεια ανακαλεί στη μνήμη του μια μακρινή ανάμνηση, την εικόνα μιας
οικογένειας παιχνιδιάρικων δελφινιών στο ανοιχτό πέλαγος. Η εικόνα αποδίδεται
με λογοτεχνική ελευθερία. Δηλαδή, ο συγγραφέας περιγράφει την εικόνα, όπως την
ερμήνευσε η καρδιά του και όχι οι αισθήσεις. Έτσι, αν και βλέπει τα δελφίνια από
πολύ ψηλά, μπορεί να τα ακούει, να νιώθει το χαιρετισμό τους και την προσπάθειά
τους να φτάσουν το ελικόπτερο. Στην 
εικόνα αυτή, εικόνα χαράς και ελευθερίας αντιπαραθέτει μια σκηνή του
θαλάσσιου τσίρκου, εικόνα ντροπής, υποδούλωσης και εξευτελισμού. Εδώ
καταδικάζει την εμπορική εκμετάλλευση των ζώων, που είναι δυστυχώς θέαμα
λαοφιλές και ακριβοπληρωμένο. Πρόκειται για άλλο ένα έγκλημα του «πολιτισμού»
μας πιο επικίνδυνο από τα προηγούμενα, γιατί είναι νομιμοποιημένο και πολλοί
από μας  το συντηρούν  χωρίς καμία ενοχή και τύψη. Κάποιοι
πλουτίζουν ασύστολα απομακρύνοντας τα ζώα από το φυσικό τους περιβάλλον και βάζοντάς
τα να μαϊμουδίζουν. Τα βασανίζουν, βιάζουν τη φύση τους, τα αλλοτριώνουν και
όλο αυτό το βαφτίζουν εκπαίδευση ή εξημέρωση. 
Όμως ο συγγραφέας ψέγει και τους θεατές και κυρίως αυτούς που παίρνουν
μαζί  και τα παιδιά τους, ανυποψίαστοι
για το είδος της κοινωνικής συνείδησης που τους καλλιεργούν. Στο σημείο αυτό
επιμένει πολύ  και εξισώνει την αρπαγή
και την υποδούλωση των ζώων με εκείνη των ανθρώπων. (όπως οι  γυναίκες που καταφθάνουν
από τις γύρω
χώρες) Η επίκρισή
του είναι οξύτερη και το ύφος δραματικό. Με κάθε λεπτομέρεια εξηγεί την χυδαία
προπόνηση του δελφινιού, για να «βγάλει
τα λεφτά του».
Η περιγραφή είναι σοκαριστική και αποτελεί εμφανώς μια
κοινωνική διαμαρτυρία. Παράλληλα, αποτελεί και μια έμμεση έκκληση  στον 
αναγνώστη να καταδικάσει αυτή τη βαρβαρότητα  και να αρνηθεί να στηρίζει οικονομικά τέτοια αγοραία
θεάματα.

Στο
σημείο αυτό επικαλείται τα πορίσματα κάποιων άλλων έγκριτων επιστημόνων. Αυτοί
σε αντίθεση με τους Γερμανούς βιοψυχολόγους που δαπανούν χρήμα και εργατοώρες,
για να αποδείξουν αν τα δελφίνια είναι πολύ ή λιγότερο έξυπνα,   εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε αληθινά
προβλήματα της ζωής, προβλήματα που η κατανόησή τους κάνει τον άνθρωπο
εξυπνότερο και καλύτερο. Σύμφωνα μ’ αυτούς, τα θαλάσσια αυτά πλάσματα  σε συνθήκες εγκλεισμού αντιδρούν όπως και ο
άνθρωπος: βασανίζονται, τρελαίνονται και πεθαίνουν.

       Παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας δεν
καταφεύγει στις συνήθεις  χωρίς λυρικές
κορώνες, στις μελοδραματικές και αλατοπιπερωμένες δημοσιογραφικές εκκλήσεις για
ευαισθητοποίηση και συστράτευση. Αυτό οφείλεται και στη σοβαρότητα του θέματος,
γιατί και η φωτογραφία από την Νέα Κρήνη και το νούμερο του τσίρκου μιλάνε από
μόνα τους αλλά και στην πρόθεση ενός λογοτέχνη να
παρουσιάσει τη ζωή όπως είναι, με την οδύνη και τη γύμνια της, με τη μιζέρια
και τη σαπίλα της.
 Έτσι, με
εκφραστική  λιτότητα και κυρίως συναισθηματική  ειλικρίνεια επικρίνει πράξεις και
συμπεριφορές  και όχι  πρόσωπα και φορείς, όπως γίνεται συνήθως. Εκφράζει  τον αποτροπιασμό του χωρίς συναισθηματικό
λεξιλόγιο, αλλά ξερά και στεγνά όπως ταιριάζει σε μια κοινωνική καταγγελία.

 

Τέταρτη ενότητα

Συνάγει λοιπόν το οριστικό του συμπέρασμα: Ακόμη και η
έρευνα των Βιοψυχολόγων είναι αντιπνευματική και τα συμπεράσματά τους διάτρητα.
Αν είχαν στο επιστημονικό τους εργαστήριο δελφίνια φυλακισμένα- θύματα του
ανθρώπου, τότε δεν μελέτησαν την αληθινή 
φύση των δελφινιών αλλά  την
κατάντια της.  Αν πάλι μελέτησαν δελφίνια
ελεύθερα (αλανιάρικα ), τότε τα
συμπεράσματά τους είναι αμφισβητήσιμα για άλλο λόγο. Γιατί  ο άνθρωπος- ερευνητής  φυλακισμένος και αυτός στον πολιτισμό του και
εγκλωβισμένος στην περιορισμένη του φύση είναι ανίκανος να συλλάβει και να
κατανοήσει μια άλλη συνείδηση και μάλιστα ελεύθερη. Ένας σκλαβωμένος άνθρωπος
είναι υποδεέστερος πνευματικά από ένα ελεύθερο δελφίνι. Επειδή όμως του λείπει
το σθένος να το παραδεχτεί (θυμήσου στην προηγούμενη ενότητα:τα μέτρα της δικής τους ανδρείας),
χαρακτηρίζει το δελφίνι ανόητο.      

       Με μια
φιλοσοφική πρόταση, λοιπόν,  κλείνει το
δοκίμιό του ο συγγραφέας. Με δηκτική ειρωνεία αποδεικνύει ότι και η συμπεριφορά
του ανθρώπου απέναντι στη φύση είναι νοσηρή αλλά και η αντίληψη που έχει για
τον κόσμο είναι διαστρεβλωμένη. Επομένως, η πολύτροπη, η  βάρβαρη μεταχείριση των ζώων δεν είναι μόνο
ανήθικη  αλλά και ανόητη. Μόνο ένας
άνθρωπος χωρίς πνευματικό έρμα και χωρίς ψυχική ισορροπία θα είχε την αλαζονεία
να πιστεύει ότι είναι θεός,  να
μεταχειρίζεται τη φύση σαν να είναι κτήμα του, να μεταβάλλει τα ζώα σε
μαριονέτες, να τα διαιρεί σε ανώτερα και κατώτερα όντα και να νομίζει ότι
μπορεί να αντικαταστήσει ό,τι καταστρέφει. Με σκληρούς χαρακτηρισμούς (ένας
κουτός άνθρωπος θεωρεί βλακείες…) αντιστρέφει τον πρόλογο του αφηγήματος: ενώ στην αρχή εξομολογήθηκε γιατί
αγαπά το δελφίνι, στον επίλογο ξεκαθάρισε γιατί και πότε απεχθάνεται τον
άνθρωπο.  Και επιλέγει στην καταληκτική
πρόταση του κειμένου να μιλήσει σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο, τοποθετώντας και τον
εαυτό του σ’ αυτούς που πολλά ακόμη μπορούν και πρέπει να κάνουν για το σεβασμό
και την προστασία της φύσης.

Γενική αποτίμηση

Ο σαρκασμός και η ειρωνεία διαποτίζουν το κείμενο, που
έχει οικολογικό θέμα και στην ουσία του ουμανιστικό περιεχόμενο. Ο συγγραφέας
μετουσίωσε σε λογοτεχνία ένα επίκαιρο γεγονός και από αγάπη για τα ζώα και για
να εκφράσει τον αποτροπιασμό του αλλά και για να φρονηματίσει τον άνθρωπο,
θυμίζοντάς του ότι με πολλούς τρόπους απομακρύνεται από την πηγή της ύπαρξής
του, που είναι η φύση στο σύνολό της : Όταν ανέχεται την κακοποίηση των ζώων,
όταν  συγχωρεί  τους αδρανείς πολιτικούς υπευθύνους, αλλά και
όταν μεταθέτει τις κοινωνικές του ευθύνες σ’ αυτούς, όταν  αθωώνει αυτούς, που σκοτώνουν τα ζώα επειδή
θίγουν τα συμφέροντά τους και κυρίως όταν 
απενοχοποιεί τον εαυτό του και δηλώνει ότι αυτά «δεν είναι δική του
δουλειά.» και η προστασία της φύσης «δεν περνάει απ’ το χέρι του».

ΓΛΩΣΣΑ

Σημαντικό στοιχείο στην προσέγγιση της γραφής του
Σουρούνη είναι η γλώσσα. Το συγκεκριμένο αφήγημα δεν αναδεικνύει όλα της τα
χαρακτηριστικά. Ο Σουρούνης μεταχειρίζεται συνήθως γλώσσα καθημερινή, ωμή,
απογυμνωμένη από στολίδια και δείχνει σκόπιμη αδιαφορία ακόμη και για την
ακριβολογία και τη νοηματική καθαρότητα. Νοιάζεται να αποδώσει τα πράγματα
ρεαλιστικά, πολλές φορές τα τραβάει στα άκρα, έτσι επιτρέπει στο κείμενό του
ακόμη και ψεγάδια που συναντάμε στον προφορικό λόγο. Τα αφηγήματά  του φαίνεται πολλές φορές να έχουν γραφεί μονοκοντυλιά,
χωρίς περαιτέρω φιλολογική επιμέλεια, όπως το εξεταζόμενο. Αυτή ακριβώς όμως
είναι γοητεία  και η αλήθεια της γλώσσας
του. Η λέξη του κρατάει τους χυμούς της, (Βουτιές, πηδήματα, τούμπες και
κωλοτούμπες) γίνεται ρεαλιστική και ανατρεπτική (..δελφίνια αλανιάρικα και όπως
ένας κουτός άνθρωπος θεωρεί βλακείες ..) Και ακόμη, ενώ η διήγηση
στηρίζεται  στο λόγο της κυριολεξίας, μας
ξαφνιάζει πού και πού με μεταφορές και παρομοιώσεις
(σαν
πίνακας νεκρής- κατάνεκρης φύσης), που μας
αιχμαλωτίζουν  δίχως καμιά εκζήτηση.

ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ
ΜΕΣΑ

Ο
συγγραφέας προτιμά την κυριολεξία. Σποραδικά χρησιμοποιεί τα κλασικά εκφραστικά
μέσα χωρίς η διήγηση να χάνει το αυθόρμητο χαρακτήρα της :

 Μεταφορές
«χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη», «εκτοπίστηκαν […]από ένα νεκρό δελφίνι, « το τέλος
όλων των δελφινιών του κόσμου».
 

Παρομοιώσεις: «σαν πίνακας νεκρής- κατάνεκρης
φύσης»

Εικόνες
το νεκρό δελφίνι στη βρόμικη άμμο, τα παιχνίδια της οικογένειας δελφινιών, τα σκλαβωμένα
δελφίνια που υπακούουν στο καμτσίκι του θηριοδαμαστή- εκπαιδευτή.

Ασύνδετα σχήματα: «Βουτιές, πηδήματα, τούμπες και κωλοτούμπες» , «στα μέτρα του
δικού τους μυαλού, της δικής τους καρδιάς και 
της δικής τους ανδρείας

Επανάληψη:
«κείτονταν νεκρό, κατάχαμα,
νεκρής-κατάνεκρης φύσης, κουφαριού και το τέλος όλων των
δελφινιών του κόσμου».

 

ΥΦΟΣ

Το ύφος είναι πικρό, σαρκαστικό, ελεγκτικό και μελαγχολικό με
εσωτερική δραματικότητα. Αν και ο στόχος είναι η ευαισθητοποίηση του αναγνωστικού
κοινού δεν είναι κηρυγματικό, ούτε ηθικοδιδακτικό. Το αποτρόπαιο θέαμα που
γίνεται η αφορμή του αφηγήματος παρουσιάζεται μεν με έμφαση (θυμήσου την
επιμονή στο θέμα του θανάτου)  αλλά χωρίς
λυρικές εξάρσεις.

 

🐬 

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, «Τα δελφίνια»

Σαν τα δελφίνια είμαστε,
που περνάνε στ’ ανοιχτά
κι εμείς τα κοιτάζουμε
στα βότσαλα της παραλίας ξαπλωμένοι
με τα κεφάλια μας ν’ αγγίζονται
και με τα πόδια μας πλεγμένα
κι ο κόσμος,
για λίγο,
δεν γυρίζει πια για μας
κι είναι αυτό η ευτυχία.

Σαν τα δελφίνια,
έτσι είμαστε κι εμείς,
που τη μια βυθίζονται
και σχίζουνε τα βάθη του πελάγους
και την άλλη
τινάζονται έξω με ορμή
για ν’ αναπνεύσουν οξυγόνο

και δεν μπορούν
μήτε στη θάλασσα μήτε και στον αέρα
να ζήσουν μιαν ολόκληρη ζωή,
μα πάντα διχασμένα,
κι ούτε τον ύπνο τους δεν τον κοιμούνται
ολόκληρα
μη μέσα στ’ όνειρο αποξεχαστούν,
μην έξω απ’ τ’ όνειρο παγιδευτούν
και πάθουν ασφυξία.

(Από τη συλλογή «Γράμματα σ’ έναν πολύ νέο ποιητή», εκδ. Πόλις, 2012)

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/dolphines-and-poems/4/ ]

Ενδεικτικές Απαντήσεις στις Ερωτήσεις του
σχολικού βιβλίου

  

1.   
Πώς
αντέδρασε η τοπική κοινωνία και η κοινή γνώμη μπροστά στη  είδηση του νεαρού δελφινιού στη Χαλκιδική;

 

Ο συγγραφέας
δεν περιγράφει άμεσα την αντίδραση των κατοίκων της περιοχής απέναντι στο
αποτρόπαιο θέαμα του νεκρού του δελφινιού. Υποδηλώνει  όμως με έμμεσο τρόπο την αναλγησία των πολλών και
κυρίως των Αρχών  υπογραμμίζοντας ότι το
νεκρό δελφίνι βρισκόταν στην παραλία πάνω από μια εβδομάδα, μέχρι που
δημοσιεύτηκε το γεγονός στις εφημερίδες και οι κάτοικοι της περιοχής αναγκάστηκαν
να περισυλλέξουν το «κουφάρι» του δελφινιού. Επισημαίνει με καυστικό τρόπο ότι
έσπευσαν και το περιμάζεψαν «όχι από ντροπή αλλά από δημαρχιακή πολιτική». Το
όψιμο ενδιαφέρον τους είναι λοιπόν επιφανειακό και συνδέεται  περισσότερο με το φόβο τους μην εκτεθούν
δημοσίως παρά με την ευαισθησία τους  και
την οικολογική τους συνείδηση. Ο συγγραφέας δεν καυτηριάζει πάντως μόνο τη
στάση των αρμοδίων, αλλά επικρίνει όλους τους πολίτες που δεν κινητοποιούνται,
αλλά μεταθέτουν τις ευθύνες σε κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς, με το
πρόσχημα ότι δεν μπορούν ή δεν ξέρουν πώς να δράσουν.  Το ζήτημα όμως της κακοποίησης των ζώων
αποτελεί μέρος της ηθικής ευθύνης του καθενός μας, ακόμη κι αν δεν ζούμε κοντά
στην περιοχή. Αυτό γιατί η πίεση που μπορεί να ασκήσει ένας ευαισθητοποιημένος
πολίτης προς το σεβασμό και την προστασία του περιβάλλοντος, αν δεν είναι
επετειακή αλλά συστηματική και συνεχής έχει και ικανοποιητικά αποτελέσματα και
μόνιμα.

 

2.  Καταγράψτε τις εικόνες από τη ζωή
των δελφινιών που αναφέρονται στο αφήγημα, προσθέτοντας, αν έχετε, και δικές
σας εμπειρίες. Ποια από τις εικόνες αυτές σας επηρεάζει περισσότερο και γιατί;

 

     α)  Ο συγγραφέας μοιράζεται με
τους αναγνώστες δύο προσωπικές του αναμνήσεις. Στην πρώτη περιγράφει την
ευχάριστη εμπειρία να παρακολουθεί από ένα ελικόπτερο τα παιχνιδίσματα μιας
οικογένειας δελφινιών. Η εικόνα αυτή είναι ειδυλλιακή, ειρηνική, χαρούμενη.  Δημιουργεί στον αναγνώστη αγαλλίαση και την
ψευδαίσθηση ότι βλέπει και ακούει κι αυτός με τη σειρά του τα δελφίνια να
χαίρονται σαν μικρά παιδιά. Νιώθει μάλιστα ότι ο αφηγητής είναι τυχερός που
απόλαυσε τα δελφίνια ευτυχισμένα στο δικό τους παράδεισο, πολυτέλεια που δεν
την έχει ο καθένας.

      Σ’ αυτή τη ρομαντική εικόνα
αντιπαρατίθεται η θλιβερή εικόνα των δελφινιών του θαλάσσιου τσίρκου. Ο
συγγραφέας περιγράφει μια παράσταση που παρακολούθησε. Τα δελφίνια εκτελούσαν
το νούμερό τους, ακολουθώντας πιστά τις εντολές του «δεσμοφύλακά» τους. Τα
άλματα και οι βουτιές τους όμως ήταν η απελπισμένη προσπάθειά των ταλαίπωρων
ζώων  να εξασφαλίσουν φαγητό. Ο
συγγραφέας περιγράφει τη βάρβαρη  προπόνηση
του ζώου. Έτσι, η αλήθεια ξεσκεπάζεται και τα ακροβατικά νούμερα παρουσιάζονται
έτσι όπως είναι : ένας  εξευτελισμός του ζώου και ηθικός ξεπεσμός του
ανθρώπου που πληρώνει για να δει το θέαμα.

            β) 
Ανάμεσα στις δυο εικόνες αυτή που μάλλον επηρεάζει περισσότερο τον
αναγνώστη είναι η ανατριχιαστική εικόνα με τα σκλαβωμένα δελφίνια μέσα σε μια
πισίνα, να γίνονται μονομάχοι για να κερδίσουν μόνο ένα ψάρι και αυτό γιατί
αποδομεί την εικόνα που έχουμε για τα δήθεν πολιτισμένα θεάματα. Οι μαθητές, ωστόσο,
μπορούν και ωφελεί να δώσουν τη δική τους απάντηση.

 

3.    Πώς αντιδρά ο συγγραφέας απέναντι
στο πείραμα των δύο γερμανών  βιοψυχολόγων; Με ποια επιχειρήματα αντικρούει
τις παρατηρήσεις τους;

Ο συγγραφέας
αντιμετωπίζει με ολοφάνερη ειρωνεία, μαύρο χιούμορ και μάλλον κοροϊδευτική
διάθεση
και τα κίνητρα των Γερμανών επιστημόνων και τα πορίσματα της
έρευνάς τους. Η αμφισβήτησή του στηρίζεται κυρίως στην υπόθεση ότι, αν οι
επιστήμονες μελέτησαν δελφίνια αλλοτριωμένα, που έζησαν σε νοσογόνες συνθήκες εγκλεισμού,
τότε δεν μπορούν να αποφανθούν για τα υγιή δελφίνια. Αν πάλι μελέτησαν
εγκεφάλους πελαγίσιων δελφινιών, τότε το αντικείμενο έρευνας δεν πάσχει ,
μπορεί όμως να πάσχει ο ερευνητής! Οι επιστήμονες είναι κι αυτοί  θύματα του σύγχρονου πολιτισμού, πνευματικά
και ηθικά σκλαβωμένοι, αλλοτριωμένοι από τις αληθινές αξίες της ζωής , ώστε  δεν είναι σε θέση να  φτάσουν τη νοημοσύνη των δελφινιών και να τα
καταλάβουν. Γι αυτό τους χαρακτηρίζει κοντόφθαλμους, αναίσθητους, δειλούς και
μικρόψυχους. ( στο μέτρο της δικής τους καρδιάς….ανδρείας)

     Για να ενισχύσει τις απόψεις του μάλιστα αντιπαραθέτει
τα πορίσματα έρευνας
άλλων επιστημόνων (θεωρία του πολλαπλού
κατόπτρου)  που βεβαιώνουν ότι σε τέτοιες
συνθήκες που ζουν τα καταπιεσμένα δελφίνια ακόμη και ο άνθρωπος μαραζώνει και
τρελαίνεται.


 

Διαγραμμική απεικόνιση μαθήματος 

(μνημονική απεικόνιση-σχέδιο
μαθήματος)

 

Στόχος:

 

Να ευαισθητοποιηθούν οι μαθητές γύρω από τα θέματα οικολογίας και
πολιτισμού που θίγει το αφήγημα.

Να προβληματιστούν για την ποιότητα της σχέσης του ανθρώπου με τα
δελφίνια, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας.

    Να συζητήσουν  πόσο υπεύθυνος
είναι  ο καθένας χωριστά για τα εγκλήματα
κατά των ζώων αλλά και πόσο δυνατός είναι να αλλάξει τα δεδομένα

 

Κύριοι θεματικοί άξονες:

 

 Οικολογικό πρόβλημα και διατάραξη της φυσικής ισορροπίας.

 Ανθρώπινη αδιαφορία και έλλειμμα πολιτισμού.

Βάναυση μεταχείριση  και
οικονομική εκμετάλλευση των ζώων.

 Τα ζώα ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης-  τα πειράματα

 

Βασικά στοιχεία μορφής και περιεχομένου

 

 Αφήγημα με χαρακτηριστικά χρονογραφήματος

 Η μετουσίωση της ειδησεογραφίας σε λογοτεχνία

 Η κοινωνική καταγγελία και η διαμαρτυρία από έναν λογοτέχνη

 Η εμφανής ειρωνεία και ο σαρκασμός

Η πολύ απλή, καθημερινή γλώσσα

 Η γελοιοποίηση των επιστημονικών πειραμάτων

 Το ζήτημα της ατομικής και κοινωνικής ευθύνης.

 Η σχέση ανθρώπου με τα δελφίνια.

 Η αντιπαράθεση  ειδυλλιακών εικόνων
με το δελφίνι και αποτρόπαιων.

 Η φιλοσοφική πρόταση στον επίλογο

 Βάνα Δουληγέρη


 

Έφηβη, Βισουάβα Σιμπόρσκα

The Blue Scarf, Tamara de Lempicka (1930)

 

 ΕΦΗΒΗ

Εγώ• μια έφηβη;

Αν ξαφνικά
στεκόταν εδώ τώρα μπροστά μου

θα χρειαζόταν να
της συμπεριφέρομαι

όπως σε μια στενή
κι αγαπημένη φίλη

παρόλο που είναι
ξένη για μένα και μακρινή;

 

Να χύσω ένα
δάκρυ, να φιλήσω το μέτωπό της

για τον
απλούστατο λόγο

ότι μοιραζόμαστε
μια ημερομηνία γέννησης;

 

 

 

Τόσες πολλές
ανομοιότητες μεταξύ μας

που μόνο τα οστά
μας είναι πιθανόν τα ίδια,

ο κρανιακός
θόλος, οι οφθαλμικές κόγχες.

 

Κι εφόσον τα
μάτια της είναι λίγο μεγαλύτερα

τα ματόκλαδά της
κάπως μακρύτερα,

είναι πιο ψηλή

κι ολόκληρο το
σώμα της είναι ερμητικά προφυλαγμένο

σ’ ένα απαλό,
ακηλίδωτο δέρμα.

 

Συγγενείς και
φίλοι μάς συνδέουν,

είναι αλήθεια,

αλλά στον κόσμο
της περίπου όλοι είναι ζωντανοί

 

περίπου όλοι
είναι ζωντανοί

ενώ στον δικό μου
δεν επιβιώνει σχεδόν κανείς

απ’ αυτόν τον
μοιρασμένο κύκλο.

 

Διαφέρουμε τόσο
βαθιά

μιλάμε και
σκεφτόμαστε για εντελώς

διαφορετικά
πράγματα.

 

Δεν ξέρει σχεδόν
τίποτα

αλλά μ’ ένα
πείσμα που δικαιούται βαθύτερες αιτίες.

Ξέρω πολύ
περισσότερα –

αλλά όχι στα
σίγουρα.

 

Μου δείχνει
ποιήματα

γραμμένα πάνω σ’
ένα καθαρό και φροντισμένο χαρτί

που δεν
χρησιμοποιώ για χρόνια τώρα.

 

 

Διαβάζω τα
ποιήματα, τα διαβάζω.

Λοιπόν, αυτό το
ένα

αν ήταν μικρότερο

και δουλεμένο σε
δύο μέρη

 

Τα υπόλοιπα δεν
υπόσχονται κάτι καλό.

 

Η συζήτηση
σκοντάφτει.

Για την
συγκινητική προσοχή της

Ο χρόνος είναι
ακόμα φτηνός και άστατος.

 

Τίποτα όταν
χωρίζουμε, ένα καθηλωμένο

χαμόγελο. Και
καμιά συγκίνηση.

 

Μόνο όταν
εξαφανίζεται,

αφήνοντας πίσω
της βιαστική, το φουλάρι της.

 

Ένα φουλάρι από
γνήσιο μαλλί

με χρωματιστές
ρίγες

πλεγμένο με
βελονάκι

απ’ τη μητέρα
μας.

 

Ακόμα το κρατώ.

 

Μετάφραση:Βασίλης Καραβίτης

 

Ο θάνατος του πατέρα μου, Γιώργος Χρονάς

 

Backyards of old houses in Antwerp in the snow.V v Gogh. 1885

Από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι

κάντε στην άκρη

Μπορώ να πω δεν τον αγαπούσα,
ποτέ δεν τον ήθελα,
πάντα είμαστε αντίπαλοι.
Αλλά να, από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι.
Κάνει ζέστη και τον ξάδελφό μου
πάνω από το φέρετρο είδα που έκλαιγε
πιο πολύ από μένα.

Cuarta poesia vertical, Ρομπέρτο Χουαρός

CUARTA POESÍA VERTICAL

24.
Εάν γνωρίζαμε το σημείο όπου θα έσπαγε κάτι,
όπου θα κοβότανε το νήμα των φιλιών
όπου ένα βλέμμα θα έπαυε να συναντιέται μ’ ένα άλλο
βλέμμα,
όπου η καρδιά θα έδινε ένα σάλτο προς άλλο τόπο,
θα μπορούσαμε να βάλουμε ένα άλλο σημείο πάνω στο
σημείο αυτό
ή τουλάχιστον θα του κρατούσαμε συντροφιά καθώς θα
τσακιζόταν.
Εάν γνωρίζαμε το σημείο όπου κάτι
θα γινότανε ένα με κάτι άλλο,
όπου η έρημος θα συναντούσε τη βροχή,
όπου η αγκαλιά θα αγγιχτεί με τη ζωή,
όπου ο θάνατος μου θα ζύγωνε στον δικό σου,
θα μπορούσαμε να ξετυλίξουμε το σημείο αυτό σαν μια σερπαντίνα
ή τουλάχιστον να του τραγουδήσουμε μέχρι να πεθάνουμε.
Εάν ξέραμε το σημείο όπου κάτι θα είναι πάντα κάτι,
όπου το οστό δεν θα λησμονά τη σάρκα,
όπου η πηγή είναι μητέρα μιας άλλης πηγής,
όπου το παρελθόν ποτέ δεν θα ‘ναι παρελθόν,
θα μπορούσαμε ν’ αφήσουμε μονάχα το σημείο αυτό
και να σβήσουμε όλα τα άλλα
ή να το φυλάξουμε έστω
σε ένα μέρος πιο σίγουρο.
Ρομπέρτο Χουαρός (Μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας)

Ακούστε τους φυσικούς ήχους του ποιήματος.

Όνειρα, Ζωή Γκαϊδατζή

Όνειρα

Χτες το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου.

Παραφύλαγα τα όνειρά μου.

Είχα αποφασίσει

να τα συναντήσω στον ξύπνιο μου.

Αυτά ήρθαν ήσυχα-ήσυχα

και κάθισαν δίπλα μου.

Ήταν πανομοιότυπα.

Μα πως είναι δυνατόν, ρώτησα.

Αυτά χαχάνισαν

και άρχισαν να με πειράζουν.

Όταν μπαίνουμε στον ύπνο σου

μεταμορφωνόμαστε,

τώρα δεν έχει νόημα,

απάντησαν.

Είχαν δίκιο.

Μα το πιο τρομερό ήταν

πως παραδέχτηκαν

πως ήταν προϊόντα ενός εργοστασίου

που ειδικευόταν

στην εξατομικευμένη παραγωγή ονείρων…

Δωρεά κάποιου Μεγιστάνα

στο Ανθρώπινο Είδος

 

 

 

Το Παράπονο Του Νεκροθάπτου, Εμμανουήλ Ροΐδης


 ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
       

 

Josh Honeyman

 
        Πώς έτυχε προ πολλών ήδη ετών να ενδιαφέρωμαι δι’ έναν τάφον τού παρά την Βάθειαν κοιμητηρίου, τούτο δεν ενδιαφέρει ποσώς τον αναγνώστην. Προς αποφυγήν μόνον πάσης υποψίας ότι πρόκειται περί αισθηματικής τίνος γλυκαναλατίας, δεν θεωρώ περιττόν να προσθέσω, ότι δεν αναπαύεται υπ’ αυτόν Μαρίκα τις, Ελένη ή Περσεφόνη, αλλά καλός  άνθρωπος ονομαζόμενος Αντώνης. Τούτον μετέβαινα ενίοτε να επισκεφθώ όχι μόνον διότι με είχεν αφήσει καλάς αναμνήσεις,  αλλά και διότι με ήρεσκεν ο περίπατος εκείνος. […] Αλλεπάλληλοι αποδημίαι και άλλαι φροντίδες μ’ έκαναν ν’ αμελήσω και σχεδόν να λησμονήσω επί πολλά έτη τον Αντώνην. Όταν και πάλιν τον ενθυμήθην, επόμενον ήτο να εύρω το άσυλον αυτού κάπως παρηλλαγμένον. Αι κυπάρισσοι, είχον μεγαλώσει, ο πληθυσμός των νεκρών ήτο τετραπλάσιος και οι σταυροί τόσον πυκνοί, ώστε ολίγος απέμενε τόπος εις τα χαμόμηλα και τας ακάνθας.
Εις ταύτα πρέπει με βαρείαν συνείδησιν να προσθέσω, ότι κατά το διάστημα της μακράς εγκαταλείψεως, ο τάφος του φίλου μου είχεν ερημωθή τελείως. Τα ξύλινα κάγκελλα έκειντο κατά γης, αι γάστραι ήσαν ανεστραμμέναι και ουδ’ ίχνος απέμενεν επιγραφής επί του μαύρου σταυρού, τον οποίον είχε μεταβάλει εις κόκκινον ή σκωρία. Εζήτησα τον γέροντα νεκροθάπτην προς διόρθωσιν της αταξίας, αλλ’ ως έμαθα από την λιβανίζουσαν γειτονικών τάφον μαυροφόραν, ούτος είχε κατατεθή προ ετών εκεί όπου κατέθετε πριν τους άλλους. Υπήρχεν όμως διάδοχος αυτού, του οποίου μ’ έδειξε την κεφαλήν προβάλλουσαν κατά την στιγμήν εκείνην εκ του υπογείου της οστεοθήκης. Μετά την κεφαλήν εφάνη ο κορμός και έπειτα αι μακραί κνήμαι, των οποίων ήρκεσαν ολίγοι διασκελισμοί να μεταφέρωσι πλησίον μου τον κάτοχον αυτών. Εις τούτον έσπευσα να εξηγήσω ότι επεθύμουν να περιφράξη και να περιποιηθή, επί δικαία αμοιβή, του φίλου μου το μνήμα. Ενώ όμως ωμίλουν και αφού ακόμη ετελείωσα, δεν έπαυεν ο νεκροθάπτης να με παρατηρή από κορυφής μέχρι ποδών, μετ’ επιμονής την οποίαν δεν ηδυνάμην να εννοήσω, αφού ουδέν βεβαίως έχει το εξαιρετικώς περίεργον ή άξιοθέατον το υποκείμενόν μου. Η απορία μου ηύξησεν έτι μάλλον, όταν αίφνηςμε ηρώτησε με πολλήν οικειότητα:

— Δε με θυμάσαι;

Εκοίταξα τότε αυτόν με περισσοτέραν προσοχήν και δεν τον ευρήκα εύμορφον. Υψηλός ως οβελίσκος, ξηρός ως μούμια, ηλιοκαής ως Βεδουίνος, με κνήμας ως καλάμια και λαιμόν καμήλου, μου υπενθύμιζε τους απαισίους εκείνους Άραβας ασκητάς, των οποίων η αιφνιδία συνάντησις μ’ έκαμε πολλάκις ν’ ανατριχιάσω εις τας στενωπούς του Καΐρου. Εφ’ όσον όμως εξηκολούθουν να τον παρατηρώ, ελάμβανον αι αναμνήσεις μου αλλοίαν τροπήν και από την χώραν των Φαραώ με μετέφεραν εις φαιδράν νήσον του Αιγαίου. Αντί κιτρίνου ποταμού έβλεπα ύδατα γαλανά· αντί μιναρέδων, φοινίκων και καμήλων, αμπέλους, ρωδιάς, αίγας, όρνιθας και χοίρους, και πολύ μάλλον παρά με Δερβίσην του Καΐρου, εύρισκα ότι ομοιάζει ο ηρειπωμένος εκείνος νεκροθάπτης με το φάντασμα ανθρώπου, τον οποίον είχα γνωρίσει προ χρόνων πολλών ακμαίον εις την Σύρον, με σάρκα υπό το δέρμα, με οδόντας εις το στόμα, με μύστακα ανωρθωμένον, με λάζον (=μαχαίρι) εις την ζώνην και πολλάκις γαρούφαλον εις το αυτίον.

 

Η αναπαράσταση αύτη συνεδέετο με φαιδράς εκδρομάς εις την Δελαγράτσιαν, με λουτρά εις θάλασσαν χλιαράν και εύθυμα έπειτα προγεύματα εις γειτονικόν κήπον με ψάρια τηγανιτά, νεόκοπα σύκα, χλωρόν τυρίον και εύμορφον οικοκυράν προσφέρουσαν πάντα ταύτα. Τα λουτρά, ο κήπος, η οικοκυρά, και πλην αυτών η ωραιοτέρα βάρκα της Σύρου, ανήκον τότε εις τον άνθρωπον εκείνον, του οποίου μόνον το όνομα δεν ηδυνάμην να ενθυμηθώ. Επί τέλους όμως κατώρθωσα ν’ ανεύρω και τούτο. — Ο Αργύρης Ζώμας! ανέκραξα τριβών τους οφθαλμούς μου. — Όλος, όλος, απεκρίθη ο δυστυχής σπογγίζων τους ιδικούς του. — Και πως κατήντησες εδώ;
Αντί ν’ απαντήση έσφιξε τους γρόνθους του ψιθυρίζων: — Ανάθεμα εις την πολιτικήν.

 

Καθώς όλοι οι κακότυχοι, είχε κι εκείνος μεγάλην όρεξιν να μου διηνηθή την θλιβεράν του ιστορίαν. Αλλ’ είχεν ήδη νυκτώσει, ο καιρός ήτον άσχημος και εκατοίκουν μακράν. Ητοιμαζόμην να τον αποχαιρετήσω αναβάλλων εις την προσεχή μου επίσκεψιν την ακρόασιν των παραπόνων του κατά της πολιτικής, όταν η προ πολλού υπεράνω της κεφαλής μας αιωρουμένη βροχή ήρχισε να καταπίπτη ραγδαία. Μου επρόσφερε τότε άσυλον εις το παράπλευρον του εκκλησιδίου παράπηγμα και με παρεκάλεσε να του προσφέρω ολίγον ρετσινάδο ως προφυλακτικών κατά της υγρασίας. Το ολίγον ρετσινάδο ήτο μία όλη οκά, την οποίαν η μονόφθαλμος υπηρέτρια του παντοπωλείου «Ματαιότης» ήλθε να κατάθεση επί χωλής τραπέζης με δύο ποτήρια και δρακιάν μαύρων ελαιών. Πλην της χωλής τραπέζης, υπήρχαν εκεί και δύο χωλά σκαμνία· το σκότος όμως ήτο ψηλαφητόν, μέχρις ου άναψεν ο φιλοξενών με μικρόν οκτάγωνον φανάριον, έχον σχήμα θυμιατηρίου και υπεξαιρεθέν πιθανώς εκ τίνος απροστάτευτου τάφου.

 

Η θέσις μου ήτο, το ομολογώ, ικανώς αλλόκοτος και πας γνώριμός μου θά εδικαιούτο να γελάση βλέπων με την ώραν εκείνην εις το βάθος έρημου κοιμητηρίου, συμπίνοντα με vεκροθάπτην υπό το φέγγος νεκρικής κανδήλας. Εγώ όμως ουδεμίαν είχα όρεξιν να γελάσω κατεχόμενος υπό αδιηγήτου αθυμίας. Ο άνθρωπος εκείνος μου ενθύμιζε τας φαιδροτάτας τής πρώτης μου νεότητος ημέρας και ουδέποτε κάλλιον κατενόησα την αλήθειαν του πολύκροτου στίχου του Δάντη: «Nessun maggior dolore Che ricordarsi del tempo felice Nella miseria» (Δεν υπάρχει μεγαλύτερη θλίψη για κάποιον, απ’ το να έχει την επίγνωση μιας στιγμής ευτυχίας, μέσα στη δυστυχία).

Αληθές είναι ότι άλλος ένδοξος ποιητής ισχυρίσθη ακριβώς τουναντίον, κηρύττων τας ευτυχείς αναμνήσεις αναφαίρετον παρηγορίαν κατά την ώραν όμως εκείνην τα πάντα συνώμνυον να με κάμουν να πιστεύσω, ότι δεν ηξεύρει τι λέγει. Εκρύωνα, εστενοχωρούμην, η βροχή εξηκολούθει να κροταλίζη επί των σανίδων της στέγης, και το έξω βαθύ σκότος διέκοπτεν εκ διαλειμμάτων η ωχρότης αστραπής, φωτίζουσα λίμνας βορβόρου, σειράς σταυρών και κορυφάς κυπαρίσσων. Και του καιρού όμως και του τόπου πενθιμώτερα ήσαν όσα ήρχισεν ο σύντροφός μου να με διηγήται.

 

— Θυμάσαι, με είπε, πόσο όμορφη ήτανε η γυναίκα μου; — Διατί λέγεις «ήτανε»; Μήπως απέθανε; — Ζη ακόμη, μόνον ασχήμισε, ενώ τότες ήρχουνταν από μακριά oι Συριανοί και συ μαζί με τους άλλους, να κάμετε πρόγευμα εις το περιβόλι μου πολύ περισσότερο για τα όμορφά της μάτια παρά για τα δικά μου ψάρια. Δεν εζούλευα, γιατί την ήξευρα φρόνιμη και πως χάνετε τον καιρό σας. Το μόνο της ελάττωμα, που πταίω κ’ εγώ σ’ αυτό, ήταν πως έκαμνε πολλά παιδιά. Ένα τον χρόνο, οκτώ χρόνια αραδειαστά και γυόμελα (=δίδυμα) την ύστερη φορά. Και όσα περισσότερα έκαμνε τόσον εχαλούσεν η όψη της και το κορμί της και λιγοστεύανε όσοι ήρχουνταν να την καμαρώνουν και να καλοπλερώνουν τ’ αυγά, τα μαρούλια, τα σύκα και το τυρί μας. Άλλο κακό ήταν που ήρχισαν να ολιγοστεύουν τα ψάρια, αφού κατάντησαν στη Σύρα οι ψαράδες όσοι σχεδόν και οι δικηγόροι. Εσυλλογούμην και την πρώτη μου κόρη που εμεγάλωνε και έπρεπε να της ετοιμάσω προίκα. Ενώ είχα αυτήν την συλλογή, έτυχε να γίνουν εκλογές και να έλθη να ζητήση τους ψήφους μας ένας Αθηναίος συνταγματάρχης, πού είχε κάμει πολλά χρόνια εις τη Σύρα νομομηχανικός. Εβγήκε σε περιοδεία εις τα χωριά, και ένα πρωί εξεφύτρωσε με δύο φίλους του εις το περιβόλι μου. Θυμάσαι που τότε ήμουνα λεβέντης. Η κόψη του λάζου μου και οι γρόθοι μου ήτανε φημισμένοι σ’ όλο το βουνό και μια μέρα εσήκωσα για στοίχημα μια γαϊδούρα γκαστρωμένη.

 

Είχαμε και πολλούς συγγενείς εις τα χωριά, και τον γέρο Σαλλούστρο, τον μεγάλο ταμπάκη (=βυρσοδέψης), που τον έσερνεν η γυναίκα του από την μύτη. Όλ’ αυτά ημπορούσαν να χρησιμέψουν. Mε πολλά λοιπόν καλοπιάσματα και γλυκά λόγια μού επρότεινεν ο υποψήφιος να γίνω κομματάρχης του και αντιπρόσωπος στην κάλπη του, κ’ έπειτα θα μου έκαμνεν ό,τι ήθελα. Θα με διώριζε σε καλή θέσι, εδώ ή στην Αθήνα, θα εγλύτωνε τον κουνιάδο μου που είχαν στην φυλακή για λεθρεμπόριο, θα έβαζε τον γυιο μου υπότροφο και δεν θυμούμαι πόσα άλλα, πού μ’ έκαναν να βλέπω στον ύπνο μου λαγούς με πετραχήλια. Ερρίχτηκα λοιπόν κατάμουτρα «εις τον εκλογικόν αγώνα» καθώς τον έλεγε, εγώ και όλοι οι δικοί μου. Το περιβόλι μου έγινεν εκλογικόν κέντρον και από το πρωί ως το βράδυ έτρεχα να κάμω προπαγάνδα, να μοιράζω φωτογραφίες, προγράμματα, υπόσχεσεις, και όπου ήταν ανάγκη και γροθιές. Η γυναίκα μου εμοίραζε και εκείνη φέτες καρπούζι, γλυκά λόγια και γλυκές ματιές. Ένα βράδυ ήλθεν η καημένη με πολλή της ντροπή να μου ξομολογηθή πως για να πάρη μαζί μας έναν αντίθετο κομματάρχη αναγκάστηκε να τον αφήση να την φιλήση και να του υποσχεθή στα ψέματα κάτι παραπάνω. Τόσος ήταν ο φανατισμός μου, που της το συγχώρεσα και αυτό, με την συμφωνία να μην το ξανακάμη και με τον κρυφό σκοπό να σπάσω τα κόκκαλα του μασκαρά άμα ετελείωναν οι εκλογές.

 

Εις την δεύτερη περιοδεία εχάλασεν ο καιρός και έμεινεν ο συνταγματάρχης να τον φιλοξενήσω. Αφού τον εκαλοτάγισα, με ηρώτησε διά τα ιδιαίτερά μου και…του είπα πως το περιβόλι δίδει μικρό εισόδημα και το κέρδος των ψαριών το τρώγει το διάφορο του χρέους για τες δυο βάρκες. Τότε μ’ εσυμβούλεψε να πουλήσω αμπέλια και βάρκες και ν’ αγοράσω κάτι μετοχές της Πελοποννήσου που επουλούσε εις το Χρηματιστήριον ο ανταποκριτής ενός κάποιου Γούστα από την Αθήνα. Απ’ αυτές θα έπαιρνα διάφορο δέκα τα εκατό, θα είχα και τη θέση μου και θα επάντρευα την κόρη μου μ’ έναν επιλοχία πού είχε κ’ εκείνος το δικό του. Αυτά μου ετσαμπούνιζεν ο καλοθελητής μου, που ανάθεμα το σύννεφον που μου τον εξέρασε στο πτωχικό μου.

 

Έγειναν τέλος πάντων οι εκλογές και επέτυχεν ο δικός μας, τελευταίος όμως και μόνον μ’ εννηά ψήφους παραπάνω απ’ εκείνον που ήρχουνταν κατόπιν του…
— Τον επιλαχόντα.
— Καθώς τον λες. Ημπορώ λοιπόν να πω χωρίς να καυχηθώ, πως αν έλειπαν οι δικοί μου, αυτός θα ήτο ο επιλαχών. Την ημέραν που επήγα να τον αποχαιρετήσω, ευρήκα εκεί πολύ κόσμο, αγροφύλακες, δασκάλισσες, ταμπάκηδες, φαναρτζήδες, διάκους, καντηλανάφτες, σκουπιδοξύστες, και αυτόν ακόμη τον μπόγια των σκυλιών.

 

Ο βουλευτής εκρατοϋσεν ένα κατάστιχο κ’ εσημείωνε τα ονόματα και τι ζητούσεν ο καθένας. Όταν ήρθεν η δική μου σειρά, μου είπεν ότι δεν του περισσεύει τίποτε καλόν εις την Σύρα και να πάγω να με βολέψη καλύτερα εις τας Αθήνας. Εγώ θα προτιμούσα την Σύρα, όπου με ήξεραν όλοι, μ’ εθάμπωνεν όμως η ανωτέρα θέσις και τα γαλόνια του λοχία. Από την άλλη μέρα ήρχισα να τρέχω για να ξεκάμω το κτήμα, τ’ ορνιθαριό, τα γίδια και τα γουρούνια μου. Εχρειάσθηκεν όμως ένας μήνας για να εύρω μουστερήδες, γιατί τότες ήθελαν όλοι χαρτιά και κανένας δεν εγύριζε να δη χωράφια. Εξεκαθάρισα τέλος πάντων οκτώ χιλιάδες δραχμάς, επαράλαβα τους τριάντα σιδηροδρόμους (=μετοχές) που μ’ έκαμεν ο βουλευτής ν’ αγοράσω για το τέλος του μηνός, και την άλλη μέρα εφόρτωσα από νωρίς εις το βαπόρι την γυναίκα και τα επτά παιδιά —τα γυόμελα είχαν πεθάνει μικρά— και έπειτα εβγήκα πάλιν έξω να ξεκαθαρίσω έναν τελευταίο λογαριασμό που μ’ απόμεινε στην Σύρα. Έτρεξα ν’ σποτοιχωθώ με μια χονδρή μαγκούρα πίσω από έναν φράκτη κοντά εις το καφενεδάκι της Άμμου, που επήγαινε κάθε βράδυ να παίξη τάβλι ο αχρείος που εφίλησε την γυναίκα μου και, όταν τον είδα να έρχεται, εξετρύπωσα σα φάντασμα, του έσφιξα το λαρύγγι διά να μη μπορή να γκαρίση και του πασάλειψα ένα ξύλο, που θα το θυμάται ακόμα.

 

Το άλλο πρωί ήμαστε εις την Αθήνα. Εβόλεψα τους δικούς μου σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο κ’ έτρεξα να εύρω τον βουλευτή. Ύστερα από την τόση αγάπη της Σύρας επερίμενα πως θα με φιλήση. Μα εις την Αθήνα είχε γείνει σοβαρός. Μου είπεν ότι «η θέσις των υπουργικών βουλευτών είναι δύσκολος διά το πλήθος των απαιτήσεων», θα προσπαθήση όμως να μου εύρη μίαν «μικράν» θέσιν και να περάσω μετά οκτώ μέρες. Αυτά ξερά-ξερά, και ούτε ένα «κάθισε», ούτε ένα τσιγάρο, ούτε «τι κάμνει η γυναίκα σου», ούτε έναν λόγο για την υποτροφία του γυιου μου ή της κόρης μου τον λοχία. Ήθελα να μείνω λιγάκι με την ελπίδα πως θα τα θυμηθή, είχεν όμως πολλήν εργασίαν. Τον αποχαιρέτισα με βαρειά καρδιά και ξαναπήγα μετά οκτώ μέρες. Μου είπαν πως ήτανε εις την Βουλή, την άλλη μέρα εις την Στρατιωτική Λέσχη, και την επομένη δεν ξεύρω που. Τρεις όλες εβδομάδες επήγαινα πρωί βράδυ εις το σπίτι του και μόνο δύο φορές αξιώθηκα να του μιλήσω, χωρίς να επιτύχω να του βγάλω από το στόμα άλλο τίποτε παρά μόνο πώς φροντίζει και να έχω υπομονή. Πως όμως μπορούσα να έχω υπομονή, ενώ είχα επτά παιδιά να ταγίσω; Εις το βρωμόχανο όπου εκονεύαμεν μούχλα, στενοχώρια, κορέοι, φαγί με ξίγκι και έξοδα δέκα δραχμάς την ήμερα. Η αλήθεια είναι ότι ήμαστε και εννιά ανομάτοι, όλοι με γερά δόντια. Επέρασαν άλλες δεκαπέντε μέρες χωρίς τίποτις να γείνη. Τα λίγα μου χρήματα ετελείωσαν και είχα και χρέος εις το ξενοδοχείο. Η μεγαλύτερη όμως σκάση μου ήταν όταν έβλεπα εις τες εφημερίδες, πως οι άλλοι αυριανοί κομματάρχες είχαν όλοι διορισθή, άλλος αστυνόμος, άλλος εισπράκτορας, άλλος ζυγιστής εις το τελωνείο και ο μασκαράς που έδειρα, τροφοδότης εις το Λαζαρέτο. Μόνον η δική μου σειρά δεν μπορούσε να έλθη.

 

Τούτο μου το εξήγησεν ένα πρωί ο ξενοδόχος. «Εκείνους», μου είπε, «που μένουν εις την Σύρα, τους έχει ανάγκη για την επιρροήν του, ενώ συ εδώ τι καλό ή κακό μπορείς να του κάμης, έρημος σε ξένο τόπο; Πολύ φοβούμαι πως σε περιπαίζει». Όταν το ήκουσα, το αίμα μου ήρχισε να βράζη και έτρεξα εις του βουλευτή με την απόφασιν να του ομιλήσω παλληκαρίσια, να του πω πως δεν μπορώ πλια να περιμένω, γιατί εσώθηκε το χαρτζιλήκι μου και η υπομονή μου. Πηγαίνοντας ετοίμαζα τον λόγο μου και ανέβηκα δύο-δύο τα σκαλοπάτια να του τον ξεφωνήσω. Ευρήκα το σπίτι άδειο, τα παράθυρα ανοικτά και μόνον έναν αξυπόλητο στρατιώτη, που εσφουγγάριζε τά πατώματα κ’ εμιλούσεν ελληνικά. Απ’ αυτόν έμαθα ότι «ο κ. συνταγματάρχης απεστάλη υπό της Βουλής εις την Θεσσαλίαν προς μελέτην των υδραυλικών έργων και θά διατρίψη εκείσε έναν μήνα και περισσότερον». Έναν μήνα! Ενώ είχα καταντήσει να μετρώ εις τα δάκτυλα τες ημέρες ακόμη καί τες ώρες!

 

Το απόγευμα επούλησα με το ζύγι το ολίγο μας ασημικό, ξεχρώστησα τον ξενοδόχο κ’ επήγαμε να καθίσωμε σ’ ένα χαρβαλωμένο καλύβι που νοίκιασα δεκαπέντε δραχμές τον μήνα κοντά εις το Αστεροσκοπείο. Μας απόμειναν οι τριάντα σιδηρόδρομοι. Μα αυτούς είχαμε κάμει τάξιμο να μην τους αγγίξωμεν, να τους φυλάγωμε για προίκα των κορών μας. Έτυχεν όμως ν’ αρρωστήση η μεγάλη και να χρειασθή γιατρό, ζουμί, στρώμα, φανέλλα και σκεπάσματα ζεστά. Εσυλλογιστήκαμε τότε πως κάλλια πάλι ήτανε να λιγοστέψη η προίκα της παρά να την πάρη ο Χάρος· ας είναι και χωρίς προίκα. Έβγαλα με βαρειά καρδιά τρεις μετοχές από την κασσέλα μου να δώσω να τις πουλήσουν εις το Χρηματιστήριο. Εμπρός εις την πόρταν ήταν ένας μαυροπίνακας με τις τιμές των χαρτιών, και οι σιδερόδρομοι ήτανε σημειωμένοι δραχμές εκατόν δεκαπέντε! Έμεινα ασβολωμένος. Ούτε το μισό της τιμής που τους είχα πάρει προ δύο μήνες! Αρώτησα έναν μεσίτη, ελπίζοντας ακόμη πως μ’ εγέλασαν τα μάτια μου ή πως είναι στον πίνακα λάθος. «Δεν είναι λάθος», μου είπε, «μόνον είναι η χθεσινή των τιμή. Σήμερα έχουν μόνον εννενήντα». Ο άνθρωπος με είδε τόσο χλωμό που μ’ ελυπήθηκε και μ’ επήρε εις το πλαγινό καφενείο να πιω ένα ρακί. Εκεί μέσα σύχιση και βοή πολλή. Άλλοι έλεγαν πως είναι πανικός και πως θα περάση, και άλλοι πως οι σιδερόδρομοι και τ’ άλλα χαρτιά του Γούστα δεν αξίζουν τίποτε και θα καταντήσουν γρήγορα εις το τίποτις.

 

Τρεις όλες εβδομάδες ηρχόμουν πρωί και βράδυ εις το Χρηματιστήριο να ιδώ τι τρέχει. Η καρδιά μου κτυπούσε σαν κουδούνι και προτού να σηκώσω τα μάτια εις τον πίνακα έκαμνα τον σταυρό μου και έταζα κερί εις όλους τους αγίους, να με αξιώσουν να ιδώ σημειωμένη καλύτερη τιμή. Τίποτις όμως δεν ωφελούσεν. Από εννενήντα δραχμές εξέπεσαν την άλλη μέρα εις ογδοήκοντα δύο, κ’ έπειτα εβδομήντα, πενήντα, σαράντα, είκοσι, έως ότου δεν τους ήθελε πια κανένας σε καμμιά τιμή. Δεν σου λέγω τι νύκτες περνούσα. Δεν κατώρθωσα, όχι να κοιμηθώ, αλλ’ ούτε καν να σταθώ στον ίδιο τόπο πέντε λεπτά. Που όμως τόπος για περίπατο εις την τρύπα, όπου είμαστε στοιβαγμένοι ο ένας απάνω στον άλλο; Για να μην κόψω εις τους δικούς μου τον ύπνο, αφού τους ελιγόστεψα το ψωμί, επερίμενα να κοιμηθούν, κ’ έπειτα έβγαινα να ξεθυμάνω εις τα ερημοτόπια τριγύρω της καλύβας μας.

 

Ήταν Γενάρης, κι ούτε κρύο ένοιωνα ούτε βροχή ούτε κούραση καμμιά, αφού εξενύκτιζα εις τα βουνά. Μ’ έτρωγεν η ανησυχία τού τι θα γίνωμεν, και η φούρκα, όταν εσυλλογούμουν πως είκοσι χρόνια ξυπνούσα πριν φέξη, με την ψύχρα και την φουρτούνα, για να μαζέψω μία-μία με το ψάρεμα και το σκάψιμο τις λίγες χιλιάδες δραχμές που μ’ έφαγαν οι αχρείοι σ’ έναν μήνα.

 

Μια νύκτα μ’ επαραμόνεψεν η γυναίκα μου οπίσω από την πόρτα, κι όταν εγύρισα την αυγή, ήρχισε να με βρίζη πως παίζω και παραλώ. Αναγκάστηκα τότε να της τα πω όλα. Έπειτα το μετάνοιωσα, γιατί πάλι καλλίτερες ήτανε οι βρισιές παρά τα κλάματα της δυστυχισμένης. Ένα-ένα αποπουλήσαμε τα λίγα πράμματα που μας απόμεναν, τα χαλιά, τους τεντζερέδες, τα καλά ρούχα και αυτό το χρυσοκέντητο νυφικό μας πάπλωμα. Σου είπα πως δεν γνώριζα κανέναν. Αφού του κάκου εγύρεψα άλλη δουλειά, επήρα μια μέρα ένα σχοινί, όχι να κρεμασθώ, και επήγα να σταθώ εμπρός εις την Καπνικαρέα με τους Μανιάτες. Ο πρώτος της Σύρας λεβέντης έγινα χαμάλης! Με τα λίγα που εκέρδιζα κατώρθωσα να μην πεθάνωμεν, όχι όμως και να μην πεινούμεν. Επείνασες συ ποτέ σου;
— Πολλές φορές, όταν δεν ήξερα το μάθημά μου και μ’ άφηνεν ο δάσκαλος νηστικό.
— Μη χωρατεύης με τη δυστυχία. Πείνα θα πη δυο μουχλά ψωμιά από το μπαγιατοπάζαρο για εννέα ανθρώπους. Το μισό του μισού απ’ όσο χρειάζεται για να χορτάσουν, όταν μαζί με το ψωμί δεν τρώνε άλλο τίποτες παρά αγριόρροκες και φασκόμηλα που εμάζεψαν τα παιδιά εις το βουνό. Όποιος δεν χορταίνει αργεί να κοιμηθή και δεν έχει ήσυχο ύπνο. Πολλές φορές τ’ άκουα να παραμιλούν ωσάν να ωνειρεύουνταν μεγαλύτερα κομμάτια ψωμί.
— Το όνειρο του ψωμιού το επήρες από την «Κόλασι» του Δάντε.
— Τον Δάντε δεν τόνε ξέρω. Ξέρω μόνο πως δεν υπάρχει χειρότερη κόλαση, παρά να βλέπεις να υποφέρουν εκείνοι που αγαπάς και να μη μπορείς να τους βοήθήσης. Ένα πρωί τέλος πάντων, είδα στην εφημερίδα ότι εγύρισεν ο συνταγματάρχης από την Θεσσαλία κ’ ετράβηξα ολόισια εις το σπίτι του. Ήταν δέκα η ώρα και τον ευρήκα ακόμη εις το στρώμα, μακάριο και ροδοκόκκινο, με κεντητό φεσάκι απάνω στη φαλάκρα του. Απόπινε τον καφέ του κ’ έπαιζε μ’ έναν γάτο. Εφάνηκε σαν να δυσκολεύεται να με γνωρίση, και δεν είχε και πολύ άδικο. Η στέρησι και η αγρυπνία με είχαν κάμει να λειώσω σαν το κερί. Είχα καταντήσει ο μισός και δεν ήμουν πλια καλός ούτε για χαμάλης. Η δυστυχία με είχε κάμει και ταπεινό.

 

Σιγά-σιγά, και με καλό τρόπο, για να μη θυμώση, άρχισα να του αραδιάζω όσα είχα να του πω. Αυτός όμως εξακολουθούσε να προσέχη πολύ περισσότερο εις τα παιγνίδια του γάτου παρά τα δικά μου λόγια. Τότε μ’ επήρεν ο θυμός. Άρπαξα το γατί από τον λαιμό, το ετίναξα εις την άλλη άκρη της κάμαρας και άρχισα να του μιλώ δυνατά. Πως με τες μετοχές του και με τες ψευτιές του, με τες θέσεις, τες υποτροφίες και τους γαμπρούς του, μας άφησε γυμνούς σε ξένο τόπο, πως μας αφάνισε, πως μ’ ερήμαξε, πως πεινούμεν και αν δεν κάμη τίποτες για μένα θά του χώσω το λάζο μου στην κοιλιά κ’ έπειτα θα πάω να πέσω εις την θάλασσα με μια πέτρα στον λαιμό.

 

Ενώ εζητούσε να με ησυχάση, άνοιξεν η πόρτα κ’ εμπήκεν ένας μισόκοπος καμαρωμένος και γελαστός, με ώμορφη χωρίστρα, με μόσχο εις το μαντύλι και χείλια χονδρά σαν Αράπης. Ο συνταγματάρχης τον έκραξε σιμά του, άρχισαν να κρυφομιλούν, κ’ έπειτα γυρίζει και μου λέγει: «Πήγαινε απόψε στας πέντε να εύρης τον κύριον δημοτικόν σύμβουλον, που έχει θέσι για σένα». Φαντάζεσαι ότι δεν έλειψα. Ο κύριος δημοτικός σύμβουλος μ’ αρώτησεν αν γνωρίζω ολίγην κηπουρικήν, και αφού του είπα πως αυτή είναι η δουλειά μου, μ’ έβαλε σ’ ένα αμάξι και με έφερεν εις το αντικρυνό καφενείο η «Ματαιότης». Εκεί εφώναξαν έναν παπά και έναν φουστανελλά, μ’ σύστησεν εις αυτούς, μου είπε πως η υπόθεσίς μου είναι τελειωμένη, πως θα έχω εξήντα δραχμάς τον μήνα, ίσως και τυχηρά, και να υπάγω αύριον το πρωί ν’ αναλάβω τα καθήκοντά μου κηπουρού. Είχε σκοτεινιάσει και από εκεί που ήμαστε δεν έβλεπα παρά μερικά δένδρα απ’ επάνω από έναν τοίχο. Εφανταζόμουνα πως αυτό ήτανε τω περιβόλι και μόνον την άλλη μέρα, όταν επήγα ν’ αναλάβω τα καθήκοντα, ως τα έλεγε, έμαθα πως κηπουρός δεν πάει να πη περιβολάρης, καθώς ενόμιζα, μόνο νεκροθάπτης.

 

Η τέχνη δεν μου άρεσε καθόλου. Ξέρεις πως εμείς οι Συριανοί δεν αγαπούμε να έχωμεν πολλά ανακατώματα με τούς αποθαμένους και το βράδυ αλλογυρίζομεν για να μην περάσωμεν απ’ εμπρός από νεκροταφίο. Τες σαβανώτρες και τους νεκροθάπτες τους φέρνουμε όλους απ’ έξω, από τη Μύκωνο ή τή Σαντορήνη, γιατί παρά να μαλάζη νεκροκρέβατα και κουφάρια θα προτιμούσε κι ο πιο ξεπεσμένος Συριανός να μαζεύη καβαλίνα (=κόπρανα ζώων). Εφοβούμουν μη με σιχαθή και η γυναίκα μου. Αυτή όμως δεν εσυλλογίζουνταν τώρα άλλο παρά ψωμί για τα παιδιά της και μ’ εβίαζε να δεχθώ.

 

Τον πρώτο καιρό υπέφερα πολύ. Σκάπτοντας τη μαύρη εκείνη γη του νεκροταφείου, τη γεμάτη κόκκαλα και σάπια σανίδια, δεν μπορούσα να μη θυμηθώ το κόκκινο χώμα του βουνού μου, που μύριζε θυμάρι, τες ρωδιές, το κοτέτζι, τα γουρούνια και τ’ άλλα που ήτανε όλα δικά μου. Από νοικοκύρης, νεκροθάπτης. Άσχημη αλλαξιά!

 

Ο πρώτος που μου έλαχε να κατεβάσω εις τον λάκκο, ήτανε εκείνος εκεί κάτω ο Κασμαζής που εκοίταζες τη φωτογραφία του, μοναχογιός είκοσι χρονών. Η μάνα του έκλαιε σαν αλαφίνα. Εφούσκωσαν και τα δικά μου μάτια και με περιγελούσαν οι φανοφόροι και οι παπάδες. Την νύκτα εφοβούμην νά μείνω μονάχος, έβλεπα στον ύπνο μου εκείνους που είχα θάψει και το ψωμί που έτρωγα μου φαινότανε πως μυρίζει λιβάνι. Με τον καιρόν όμως εσυνείθισα να μη σκιάζομαι τους αποθαμένους και να λυπούμαι ολιγότερο τους ζωντανούς.

 

— Ώστε, του είπα, είσαι τώρα πλέον ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος! ανέκραξεν ό Ζώμας, του οποίου ήστραψε και πάλιν το βλέμμα. Άκουσε να μάθεις και τ’ άλλα. Για να ήμαι πιο κοντά στη βρωμοδουλειά μου και να πλερώνωμε και λιγώτερο νοίκι, εκουβαλήθηκαμε απ’ το βουνήσιο καλύβι μας του Ραγκαβά, όπου ήταν τουλάχιστον το αγέρι καθαρό, σ’ ένα σοκάκι της Βάθειας κοντά εις το παλαιό γεφύρι. Περιπαίζετε τους Ζιώτες και τους Συριανούς πως κοιμούνται αγκαλιά με τα γουρούνια. Πες μου όμως αν είδες εκεί χειρότερα γουρουνοχώρια από τους φτωχικούς μαχαλάδες των Αθηνών ή άλλη τέτοια Βάθεια πουθενά; Το καλοκαίρι σκόνη με την κουτάλα· νερομαζώματα και λάσπη ως το γόνατο άμα στάξει ο ουρανός, και σε κάθε δρόμο μια φρακτή ή άφρακτη μάνδρα, ο απόπατος όλης της γειτονιάς! Που όμως να πάνε όσοι πηγαίνουν εκεί, αφού οι γιατροσύνεδροι, οι αρχιτέκτονες, οι αστυνόμοι, οι δήμαρχοι και οι νομάρχαι σας θεωρούν όλοι, τ’ αναγκαία περιττά; Αντίκρυ μου έχω έναν χασάπη που σφάζει στη μέση του δρόμου, ζώα μικρά και μεγάλα, γίδια, πρόβατα και βιδέλα (=μοσχάρια), και τρέχουν πάντοτες δυο ποταμοί· ο ένας κόκκινος από αίμα, και ο άλλος πράσινος από κοπριά και χολή. Φωνάζουν οι γειτόνοι, μα τι μπορεί να κάμη η αστυνομία, αφού εις τον τοίχον του χασαπιού είναι κρεμασμένα χαντζάρια, καρυοφίλια, γιαταγάνια, κάμες, πάλες και κουμπούρες; Τέλειο οπλοστάσιο και στη μέση η εικόνα του Πρωθυπουργού δαφνοστεφανωμένη, σαν να σου λέγη ότι έχει ο φίλος του την άδεια να μας φέρη λοιμική· κι αν του κάμη κανένας παρατήρηση, να τον σφάξη κ’ εκείνον, καθώς τα πρόβατα και τα βιδέλα, για να μάθουν οι άλλοι να σωπαίνουν. Παραπέρα είναι μια αποθήκη κακογδαρμένα τομάρια, που αναγκάζουν να φράξη τη μύτη του όποιος δεν έχει συνάχι.

 

Άλλη πληγή είναι ο μπακάλης και χειρότερο γουρούνι ο μανάβης. Και δεν είναι ένας ή δύο, αλλά είκοσι, πενήντα, εκατό, όλοι με προστασία και τόση μάλιστα, που ένα καλοκαίρι, που έτυχε να είναι ολιγώτερο ή χειρότερο το νερό, μας επλάκωσε κοιλιακός τύφος και άρχισαν να πεθαίνουν σαν τις μύγες τα παιδιά. Τέσσαρα δικά μου έθαψα, το ένα μετά το άλλο σ’ εκείνην τη γωνιά, κοντά στο μνήμα του Γεννάδιου, εκεί που εκαμάρωνες την άσπρη γαρουφαλιά. — Εκεί, του είπα, εμέτρησα τέσσαρα σταυρουδάκια κολλητά. — Έχε λίγη υπομονή. Ακόμη δεν είχαμεν αποκλάψει τα τέσσερα παιδιά, όταν γυρίζοντας ένα μεσημέρι από τη δουλειά μου βλέπω από μακριά, εμπρός στην πόρτα του σπιτιού μας, κόσμο πολύ. Άνδρες, γυναίκες και κόκκινες στολές κλητήρων. Άρχισα να τρέμω και έπειτα να τρέχω. Εσίμωσα και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν η γυναίκα μου, σωριασμένη κατά γης ανάμεσα σε δύο γειτόνισσες, που την έτριβαν με ξίδι να την ξελιγοθυμήσουν και στο πλάγι της έναν άλλο αναίσθητο καταματωμένο σωρό. Ο σωρός ήταν ο Γιάννης μου, εκείνος που μ’ έλεγε πως θα κάνη υπότροφο ο βουλευτής. Τον είχε στείλει η μάνα του να ψουνίση και τον επλάκωσεν ένας αμαξάς, που έτρεχε σαν κυνηγημένος λαγός σε στενό δρόμο γεμάτο κόσμο.

 

Ο Γιάννης πέθανε μετά δύο ώρες. Όλοι τον έκλαιαν κι αναθεμάτιζαν τ’ αμάξια και την αστυνομία. Ο νεκροσκόπος μας έλεγε πως έκαμε λογαριασμό και πως ανάλογα του πληθυσμού περισσοτέρους ανθρώπους σκοτώνουν οι αμαξάδες εις τας Αθήνας, παρά αι τίγρεις εις τας Ινδίας. Γιατί, όμως να μην κάμη το κέφι του κι ο άμαξας, αφού έχει κ’ εκείνος προστασία, το δικαίωμα δηλαδή να μας σακατεύη με το αμάξι του, καθώς ο χασάπης κι ο μανάβης να μας αρρωστούν με τη σαπίλα και την αποφορά τους; Αξαπλώνοντας το πέμπτο μου παιδί κοντά εις τ’ αδέλφια του, εσυλλογούμουν με πίκρα και με καημό, πως εις το νεκροταφεϊον της Βάθειας δεν θα είχα ούτε καν την παρηγοριά να σκάψω τον λάκκο κανενός υπουργού, βουλευτή, νομάρχη, δημοτικού συμβούλου, ή άλλου προστάτη των φονιάδων, γιατί όλους αυτούς τους πηγαίνουν εις το αρχοντικό νεκροταφείο.

 

Τον ακόλουθο χρόνο τον επεράσαμε πλέον ήσυχα. Έβλεπα μόνο τη γυναίκα μου ν’ αναστενάζη κόπτοντας μεγαλύτερα κομμάτια ψωμί εις τα παιδιά που μας απόμεναν. Εσυλλογούνταν η δύστυχη πως το παραπάνω ήτο το μερίδιο των αποθαμένων. Η κόρη μας είχε μεγαλώσει και έμοιασε στην ωμορφιά της μάνας της, καθώς που ήταν τον καιρό που σε ξετρέλλαινε στη Σύρα. Μόνο που η κόρη θα σου άρεσε ολιγώτερο, γιατί αυτή ήταν λιγόλογη και σεμνή σαν εικόνα. Την είχαμε βάλει σ’ ένα εργοστάσιο γυναικήσιω καπέλλω και μας έφερνε είκοσι δραχμάς τον μήνα και κάτι περισσότερες ο μοναχογυιός μου ο Πέτρος, που είχε γείνει στοιχειοθέτης. Μ’ αυτά και τη νεκροθαπτική μου εκαταφέρναμε να ζούμε. Εφρόντιζα και σε κάθε λείψανον να γεμώζω τες τσέπες μου παξιμάδια. Ήλθεν όμως η επιστράτευση και μας επήραν τον Πέτρο να τον στείλουν να ετοιμασθή για πόλεμο στη Θεσσαλία. Εμείς εκλαίγαμε, ενώ αυτός ήτο κατενθουσιασμένος και δεν ωνειρεύουνταν άλλο παρά δόξες, γαλόνια, σκοτωμούς πασάδων και χανούμισσες με διαμάντια.

 

Τον συνταγματάρχη είχα χρόνο να ιδώ και προσπαθούσα να τον ξεχάσω, όταν μου μήνυσε ένα πρωί να περάσω από το σπίτι του για μια υπόθεσι σπουδαία. Είχε και πάλι ο μασκαράς εις το στόμα του το ζαχαρένιο χαμόγελο και τα γλυκά λόγια της Σύρος. Μου έκαμε παράπονα πως τον ξεχνώ, ενώ αυτός δεν έπαυσε να μ’ αγαπά, πως ελπίζει να μου εύρη γρήγορα καλύτερη θέσι και έχει έτοιμο το γαμπρό που μου είχεν υποσχεθη. Αυτά εσήμαιναν πως απέθανεν ο γεροδήμαρχος της Σύρας και ήθελε να γράψω του πεθερού μου και των άλλων μου συγγενών να υποστηρίξουν τον δικόν του υποψήφιο στην εκλογή. Δεν επίστευα τίποτε απ’ όσα μου υπόσχουνταν και μετά το κακό που μου έκαμεν, είχα περισσότερη όρεξη να τον πνίξω παρά να τον δουλέψω. Ημπορούσε όμως να με κάμη να χάσω τη θέσι μου, και του υποσχέθηκα να ετοιμάσω τα γράμματα αμέσως. Το απόγευμα έστειλε να τα πάρη μ’ έναν υπαξιωματικό. Αυτός ήταν ο γαμπρός, γερό παληκάρι, καλοστολισμένο, που μ’ άρεσε πολύ εμένα και της γυναίκας μου, αφού μάλιστα μας είπε πως εκληρονόμησε πέρσι από τη μητέρα του έναν φούρνο στο Ροδακιό.

 

Δεν ξέρω όμως τι είχε και δεν άρεσε της κόρης μας καθόλου. Όταν την ρωτήσαμε μας αποκρίθηκε πως δεν της εφάνηκαν τα μούτρα του, καλού ανθρώπου και πως έχει το ένα μάτι πράσινο και το άλλο μαβί. Αυτά μ’ έκαμαν να θυμώσω. Της είπα με χονδρή φωνή πως ένα κορίτζι που δεν έχουν οι γονιοί του να το χορτάσουν ψωμί δεν πρέπει να κάμη τη χαδούσα και να ψιλολογά για το χρώμα των ματιών. Εχαμήλωσεν η καημένη τα δικά της και άρχισε να κλαίη και να μας λέγη ότι θα κάμη το θέλημά μας.

 

Η μεγάλη μας συλλογή ήταν ο Πέτρος που πρώτα μας έγραφε τακτικά και τώρα μας άφηνεν έναν μήνα χωρίς είδηση καμμία. Του εγράφαμεν και δεν απαντούσε· εξετάζαμε δεξιά και αριστερά και κανένας δεν ήξευρε ή δεν ήθελε να μας πη. Η κόρη μου εξεφύλλιζε μαργαρίτες και ή γυναίκα μου αρωτούσε τα χαρτιά που βρίσκεται και τι κάμνει, έως ότου ένας δεκανέας, που εγύριζεν από το στρατόπεδο, ήλθε μια μέρα να της φέρη το φυλακτό, που του κρέμασεν εις τον λαιμό του Πέτρου, όταν εξεκίνησεν εις τα σύνορα, και να της πη ότι δεν έχει πια γυιο, πως του έκλεισεν ο ίδιος τα μάτια, αφού εβασανίστηκε τρεις εβδομάδες εις το νοσοκομείο. Ο μαντατοφόρος είχε πάθει κ’ εκείνος πυρετό και ήταν ακόμη κίτρινος σαν το θειάφι· εγίνετο όμως κόκκινος από τον θυμό, όταν μας έλεγε πόσο υπόφεραν αυτός και οι σύντροφοί του εις τη Θεσσαλία. Και το σκληρότερο βάσανό τους ήταν πως δεν ελπίζανε πια να πολεμήσουν με άλλον εχθρό παρά το κρύο, τη γύμνια και τη δυσεντερία.

 

Από τα επτά παιδιά που είχα φέρει στην Αθήνα δεν μου απόμενε παρά μια κόρη, και ούτ’ εκείνη εφαίνουνταν ευχαριστημένη. Επροσπαθοϋσε για το χατήρι μας να περιποιηθή τον αρραβωνιαστικό της και δεν κατώρθωνε να κρύψη τη στενοχώρια της. Ένα πρωί μ’ επήρεν εκείνος κατά μέρος να μ’ αρωτήση τι προίκα ελογάριαζα να του δώσω. Ο αναθεματισμένος βουλευτής για να μας τον έχη κολλητό έως να τελείωση στη Σύρα η δημοτική εκλογή, τον άφηνε να πιστεύη πως κάτι μας απομένει. Του είπα τότες εγώ, πως με τες καλές συμβουλές του συνταγματάρχη, απομείναμε με το πουκάμισο και δεν έχω άλλο να του δώσω παρά μόνο την κόρη μου και την ευχή μου. Δεν μου έκαμε καμμιά παρατήρησι και εξακολούθησε να έρχεται στο σπίτι καθώς πρώτα. Παρατήρησα μόνο πως από την ημέρα εκείνη άλλαξαν οι τρόποι του με το κορίτσι. Άρχισε να φέρεται μαζί της σαν σουλτάνος. Δεν επρόσεχε εις τα λόγια του, την έπιανε από τη μέση και την εκυνηγούσε να την φιλήση. Αυτά τα καμώματα δεν μας άρεζαν διόλου. Εσυλλογούμεθα όμως τη δική μας φτώχεια και τον δικό του φούρνο.

 

Ένα βράδυ που το επαράκαμνεν και ήθελε να την καθίση με το ζόρι απάνω στα γόνατά του, του ξέφυγεν από τα χέρια κ’ έτρεξε να κλειδωθή στην άλλη κάμαρα. Έφυγε κ’ εκείνος αγριωμένος χωρίς να μας πη καλή νύκτα. Ξαναήλθε όμως την επομένη μέρα και τες άλλες και το φέρσιμό του ήτανε πλέον ανθρωπινό. Αυτό το εξήγησα εγώ πως την αγαπά και πως είχε μετανοιώσει για τον βάρβαρό του τρόπο. Εκείνης όμως η αντιπάθεια είχε γίνει τρομάρα. Επέμενε να μας λέγη πως δεν έχουν τα δυο του μάτια το ίδιο χρώμα· και έχανε την όψιν της σαν άκουε το πάτημά του.

 

Μετά μερικές ημέρες την επεριμέναμεν ένα βράδυ να γυρίση από το εργοστάσιο για να δειπνήσουμε· η ώρα όμως επερνοΰσε και δεν εφαίνονταν. Εις την αρχή υποθέσαμε πως την κρατούν για βιαστική δουλειά εις το καπελλάδικο, καθώς έτυχε και άλλη φορά· έπειτα αρχίσαμε ν’ ανησυχούμε μήπως μας εξέκοψε για να γλυτώση από τον λοχία. Αυτό όμως δεν ήτανε εις τον χαρακτήρα της, γιατί μας αγαπούσε και ήτανε έτοιμη να κάμη το θέλημά μας. Μετά μισή ώρα πήγα να την ζητήσω στο καπελάδικο. Mε είπαν ότι είχε φύγει τη συνηθισμένη ώρα εις τις επτά. Εγύρισα εις το σπίτι ελπίζοντας να την εύρω εκεί. Δεν είχε φανή, ούτε ο λοχίας· επήγα να τον ζητήσω εις τον στρατώνα· δεν ήξευραν που ήταν· επήγα εις τον βουλευτή· είχε δυο μέρες να τον ιδή και μου έκαμε και την παρατήρησι πως δεν είχεν ο λοχίας κανέναν λόγο να κλέψη το κορίτσι, αφού ήμουν πρόθυμος να του το δώσω. Επήγα τότε να ξυπνήσω δύο γειτόνους και ανάψαμε φανάρια να ιδούμε μήπως εγλίστρησε σε κανένα από τα βάραθρα και ξεροπήγαδα της Βάθειας, που καταπίνουν ανθρώπους κάθε σκοτεινή νύκτα. Τα εξετάσαμεν όλα και δεν είδαμεν τίποτες. Εξεπήδησα έπειτα εις την αστυνομίαν να ερωτήσω ποιους, επλάκωσαν από το πρωί οι αμαξάδες. Την ημέραν εκείνην δεν είχαν πλακώσει κανένα, και μόνον ο σιδερόδρομος ένα βώδι. Ο διευθυντής μ’ ελυπήθηκε και μου είπε πως θα ενεργήση δραστήρια, και γρήγορα θα μάθη τι έγεινε το κορίτσι μου. Μ’ αρώτησε ποιοι εσύχναζαν εις το σπίτι μου και μου εφάνηκε πως εστραβομούριασε όταν του ανάφερα τον λοχία Μεϊντανό. Επερίμενα πως θα μου πη τίποτε γι’ αυτόν. Μου είπε μόνο καλή νύκτα και να έχω υπομονήν.

 

Επέρασαν άλλες τέσσερες μέρες χωρίς τίποτε να κατορθώση. Εξαναπήγα τότες εις του βουλευτή και άκουσα πάλι πως δεν ξεύρει τίποτε και δεν είδε τον Μεϊντανό. Αυτή όμως τη φορά έμοιαζε σαν στενοχωρημένος, απόφευγε το μάτι μου κ’ εβιάζετο να με ξεφαρτωθή. Την άλλη μέρα ευρέθη η κόρη μου. Ξέρεις τι είχε γείνει;
— Πως θες να το ξέρω;
— Ο Μεϊντανός με δύο άλλους αχρείους την ακολούθησαν όταν εύγαινεν από το εργοστάσιο ως το γεφύρι της Βάθειας. Εκεί την έπιασαν, της έφραξαν το στόμα, την έρριξαν σ’ ένα αμάξι, των επήγαν εις το βρωμόσπιτο μιανής κεράς Βασιλικής, την ατίμασαν, την εβασάνισαν όλη νύκτα και την άφησαν εκεί αναίσθητη και μισοπεθαμένη. Τον Μεϊντανό τον έκρυπτεν ο βουλευτής τρεις ημέρες εις το υπόγειο του σπιτιού του, έπειτα τον έκαμε να δραπετέψη.
— Αυτά, μου είπε, είναι πράγματα που ακολουθούν κάθε μέρα. Με πέντε λεπτά τα χορταίνεις σε κάθε εφημερίδα.
— Με τη διαφορά, απήντησα αποτόμως, ότι ηκολούθησαν της κόρης μου, και δεν είναι για μένα το ίδιο. Την εφύλαγαν εκεί κοντά εις το τμήμα της Βάθειας. Έτρεξα να την σηκώσω στην αγκαλιά μου και να την πάω της μάνας της.

 

Όλη την νύκτα εκλαίαμε γονατιστοί εις το προσκέφαλό της και της εφιλήσαμε χέρια και πόδια, κι ούτε μας αποκρίνουνταν, ούτε γύρισε να μας; δη. Εφοβούμεθα πως είναι κακιωμένη μαζί μας. Έπειτα ήλθαν δύο γιατροί και μας είπαν ότι είχε τρελλαθή.

 

Τους ιατρούς εσυντρόφευεν ο αστυνόμος. Αφού έφυγαν εκείνοι, άρχισε να μου λέγη πως ο Μεϊντανός είναι αχρείος, που έχει στη ράχι του κατηγορίες για βιασμούς και φόνους. Τον προστατεύει όμως ο βουλευτής Σύρου, που τον εγλύτωσε δυο φορές, και θα ήτο τρέλλα να τα βάλω μ’ έναν συνταγματάρχη και υπουργικό βουλευτή, τώρα μάλιστα που άρχισαν oι δουλειές της Κυβερνήσεως να στραβώνουν και τον έχει ανάγκην. Ό,τι και αν έκαμνα και όσον και αν εφώναζα, δεν θα κατώρθωνα τίποτε, ενώ αν εσώπαινα, ημπορούσε να γείνη κάτι για μένα, ως π.χ. να βάλουν την κόρη μου χάρισμα εις το φρενοκομείο. Δεν αποκρίθηκα τίποτις, γιατί την απόφασί μου την είχα πάρει. Έγραψα του πεθερού μου να φροντίση όσο πτωχός και αν είναι, για την κόρη του και την εγγονή του. Εφίλησα τς δυο δυστυχισμέναις, έκαμα τον σταυρό μου, επέρασα στη ζώνη το λάζο μου και εις τας δέκα η ώρα επήρα τον δρόμο του σπιτιού του βουλευτή, με απόφαση να τον σκοτώσω και ό,τι γείνη ας γείνη. Ευρήκα την πόρτα του ανοικτή και τη σάλα του γεμάτη. Ήταν εκεί ένας από τους δύο ιατρούς που ήρθαν σ’ εμένα το πρωί και παρακάτω ένας πάπας με τον διάκο του που εκρατοΰσε τη μετάληψι και το πετραχήλι. Κανένας δεν επρόσεξεν όταν εμπήκα. Εκρύβηκα απ’ οπίσω από την κουρτίνα του παραθύρου και απ’ εκεί άκουσα πως μετά το απόγευμα εϊχεν έρθει του συνταγματάρχη αποπληξία, πως απέμεινεν ο μισός παράλυτος και κινδυνεύει. Τώρα εσυζητοϋσαν αν πρέπει να του πάνε αμέσως τον παπά ή να περιμείνουν να γείνη καλύτερα ή χειρότερα.

 

Μετά λίγην ώρα εβγήκεν από την κρεβατοκάμαρα άλλος γιατρός που είπε πως πρέπει ν’ αφήσουν τον άρρωστον να ησυχάση. Λίγο-λίγο άρχισεν ο κόσμος να φεύγη, έως ότου δεν απέμειναν παρά ο γιατρός, ο πάπας και δυο σπιτικοί φίλοι. Τα μεσάνυκτα επήγαν κ’ εκείνοι να εξαπλωθούν εις το επάνω πάτωμα, αφού έδωκαν παραγγελία εις τον στρατιώτη της υπηρεσίας να μείνη στη σάλα και, αν τύχη τίποτις, να τους κράξη. Εκείνος όμως δεν εσυλλογίζουνταν παρά πως να περάση την νύκτα του αναπαυτικά. Έβαλεν ένα κερί σε μια καθέκλα κοντά εις το ντιβάνι, απλώθηκεν απάνω με τα παπούτσια, επήρε να διάβαση μιαν εφημερίδα, και μετά πέντε λεπτά άρχισε να ρουχαλά. Τώρα ήταν η δική μου σειρά, όχι βέβαια να ρουχαλήσω.

 

Εβγηκα από την κρύφτη μου, έσυρα το λάζο, επέρασα εις το πλαγινό δωμάτιο κι εκλείδωσα οπίσω μου την πόρτα. Ήταν η ίδια κάμαρα που μ’ εδέχθηκε προ τρία χρόνια παίζοντας με τον γάτο, με τη διαφορά πως αντίς κεντητό φεσάκι εφορούσε τώρα εις το κεφάλι μια φούσκα με πάγο και εις τα πόδια αντίς παντόφλες, συναπισμούς. Με όλο του το χάλι του απέμεινεν ακέραιο το λογικό. Μ’ εγνώρισεν αμέσως και όταν εσήκωσα απάνω του το μαχαίρι, κράζοντας αυτόν «φονηά των παιδιών μου!», άπλωσεν ο φόβος στην όψι του, θανάτου πρασινάδα. Ήταν άφωνος και παράλυτος και δεν μπορούσε ούτε να παρακάλεση ούτε να γονατίση. Όσα όμως δεν ημπορούσαν να κάμουν τα γόνατα και η γλώσσα, τα έκαμνε το μάτι. Το βλέμμα μού έλεγεν· Άμάν! μου φιλούσε τα χέρια, μου έγλειφε τα πόδια. Δεν μ’ εβάσταζεν η καρδιά να χτυπήσω τον άρρωστο εκείνον ανδράποδο. Άδικον όμως θα ήταν να μείνουν τα παιδιά μου χωρίς εκδίκησι καμμιά. Έβαλα στη θήκη το λάζο και έφτυσα στο πρόσωπο τον κύριον συνταγματάρχην, και αντί να θυμώση διά το φτύσιμο, μ’ εκοίταξε, σαν να μου έλεγεν ευχαριστώ που του χάρισα τη ζωή. — Και πως ετελείωσεν αυτή η ιστορία;
— Ο συνταγματάρχης εγλύτωσε και έφυγεν εις τα λουτρά. Η κόρη μου εβασανίστηκε ακόμη μήνες, κ’ έπειτα την εξάπλωσα κ’ εκείνη κοντά εις τα άλλα πέντε. Δεν έχω δίκαιο να λέγω, ανάθεμα εις την πολιτική; — Πταίεις όμως και συ, του είπα, που ανακατεύθης εις αυτήν. Και συ και όσοι άλλοι μαζέυετε ψήφους και πιστεύετε εις όσα σας λέγουν.

 

Το επιχείρημά μου, αντί να τον αποστομώση, τον έκανε να σηκωθή βροντόλαλος και φοβερός. Τα μάτια του εσπιθοβολούσαν και μου έσφιξε τα χέρια που μ’ έκαμε να πονέσω.

 

— Μην το λες αυτό, μου είπεν, αυτό, δεν σου κάμνει τιμή. Το «συ φταις γιατί μ’ επίστεψες» άφησέ το εις τους λωποδύτες του Χρηματιστηρίου. Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν και ταχύτερα λησμονούμεν, τόσο μεγαλυτέρα είναι η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν. Όσον πλέον κουτός, άκακος και απονήρευτος είναι ο λαός, τόσον περισσότερον έπρεπε να τον συμπαθούν και να τον λυπούνται, αντί να νομίζουν πως η κουταμάρα και η καλοσύνη του τους δίδει το δικαίωμα να τον γδαίρνουν ως το κόκκαλο, να τον ατιμάζουν εις την βρώμαν, την αρρώστιαν και την ατιμίαν, να φέρνωνται μαζί του καθώς οι άκαρδοι εκείνοι καρραγωγείς που σκοτώνουν τ’ άλογο από το πολύ φόρτωμα και το πολύ ξύλο για τον λόγο που δεν δαγκάνουν και δεν κλωτσούν. Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου «Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους!».

 

Την χάριν ταύτην δεν ημπόρεσα να κάμω εις τον δυστυχή νεκροθάπτην, διότι έχω ολίγην φωνήν και δεν αγαπώ τας φωνάς. Αν εννόησα αυτόν καλά, εκείνο το οποίον εζήτει, παραβάλλων τους πολιτικούς μας προς καρραγωγείς, ήτο, καθώς υπάρχουσιν αλλαχού εταιρείαι προς προστασίαν των ανυπεράσπιστων πλασμάτων, αλόγων, γάτων, περιστερών και άλλων πτερωτών και μαστοφόρων, ούτω να συστηθή και εις την Ελλάδα, προστατευτική των ψηφοφόρων.

«Φωνή απ’ την Θάλασσα», Κ. Π. Καβάφης

Alexey Pavlovich Belykh


Κ. Π. Καβάφης, «Φωνή απ’ την Θάλασσα»

Βγάζει
η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.

Τραγούδι
τρυφερό η θάλασσα μάς ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη,
όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη
σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός.

 

Φέρνει
μηνύματα εις ταις ψυχαίς δροσάτα
η μελωδία της. Τα περασμένα νειάτα
θυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καϋμό.
Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε,
αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε
μες στων κυμάτων τον γλυκόν ανασασμό.

Τραγούδι
τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Και σαν κυττάζεις την υγρή της πεδιάδα,
σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα,
τον κάμπο της πούναι κοντά και τόσο μακρυνός,
γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνει
το φως σαν κηπουρός, χαρά σε παίρνει
και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά.
Κι αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη
της θάλασσας ο πόθος· θα σε ’πη μια λέξι
το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξη
με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.

Βγάζει
η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.

Τραγούδι
είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,
που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,
και κλαίν για ταις γυναίκες των, για τα παιδιά των,
και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,
ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,

σε βράχους και σε πέτραις κοφτεραίς τους σπρώχνει,
τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,
κ’ εκείνοι τρέχουνε σαν νάσαν ζωντανοί
με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,
και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,
από την αγωνία των την υστερνή.

Τραγούδι
είναι, ή παράπονο πνιγμένων;—
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων
που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.
Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,
και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,
και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κ’ ευσπλαγχνικό.

Τάφο,
που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει,
που κάποτε κανένας ιερεύς θα παή
θυμίαμα να κάψη και να ‘πη ευχή.
Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάται
ή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται.
Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάται
πιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή.

(Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

 

 

Ορέστης, Γιάννης Ρίτσος

William Henry Margetson


Ακόμη και τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού λες κι αντιτάσσουν στους ολολυγμούς της
μια κίνηση επιείκειας λίγων ευαίσθητων τριαντάφυλλων
με χάρη τοποθετημένων απ’ το χέρι της μητέρας
εκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπροστά στο μεγάλο, πατρογονικό καθρέφτη,
σ’ ένα φέγγος διπλό, από ανταύγεια σ’ ανταύγεια, υδάτινο, — το αναθυμάμαι

από τα παιδικά μου χρόνια —αυτό μου μένει ασκίαστο—
υδάτινο φέγγος, λεπταίσθητο, ουδέτερο —μια αοριστία—
το άχρονο, το αναμάρτητο, — κάτι απαλό κι εξαίσιο
όπως το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών είτε στα χείλη των έφηβων,
όπως η μυρωδιά ενός σώματος φρεσκοπλυμένου στα σεντόνια
τα δροσερά θερμασμένα απ’ το χνότο μιας νύχτας θερινής, γεμάτης άστρα.

(απόσπασμα)  Γιάννης Ρίτσος Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). εκδ. Κέδρος.

 

Το σημειωματάριο, Αζίζ Νεσίν

ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ

ΒΡΗΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, κάτω απ’ το τραπέζι, ένα σημειωματάριο. Ρώτησα τους σπιτικούς μην ήταν δικό τους. Δεν ανήκε σε κανέναν. Ήταν ένα όμορφο και κομψό σημειωματάριο με μπλε εξώφυλλο και χρυσά γράμματα. Άρχισα να το ξεφυλλίζω, για να καταλάβω ποιανού ήταν. Ξαφνιάστηκα κιόλας απ’ το κοίταγμα της πρώτης σελίδας. Ήταν γραμμένο τ’ όνομα ενός υψηλού προσώπου, η διεύθυνση του σπιτιού του, ο αριθμός τηλεφώνου. Γύρισα τη δεύτερη σελίδα, κι εκεί, το ένα κάτω από το άλλο, τα ονόματα τριών προσωπικοτήτων, με τη διεύθυνση του σπιτιού τους και τον αριθμό του τηλεφώνου. Όσο γύριζα τις σελίδες, τόσο μεγάλωνε και η έκπληξή μου. Το σημειωματάριο ήταν γεμάτο με τις διευθύνσεις γνωστών ανωτέρων κυβερνητικών υπαλλήλων, οικονομολόγων και άλλων. Ο κατώτερος βαθμός της κρατικής ιεραρχίας, ανάμεσά τους, ήταν ο βαθμός του Γενικού Διευθυντή… Πρόσεξα και κάτι άλλο: στο σημειωματάριο αυτό, ήταν καταχωρισμένα τα ονόματα των πιο δυναμικών πολιτικών του τόπου μας.

Όποιος και να ‘ταν στη θέση μου, θα δοκίμαζε την ίδια μ’ εμένα αμηχανία. Το σημειωματάριο αυτό με τις διευθύνσεις σημαινόντων προσώπων μοιάζει σαν μπόμπα έτοιμη να σκάσει. Το δίχως άλλο θα το άφησε σπίτι μου κρυφά κάποιος εχθρός μου. Με κυρίεψε ένας ανεξήγητος φόβος. Μπορεί να χτυπήσει ξαφνικά η πόρτα, να χυμήξουν μέσα χαφιέδες και να μου πουν:

-Βγάλε το σημειωματάριο!

Εγώ τρέμοντας θα ρωτήσω:

– Τι σημειωματάριο ζητάτε;

Θα ψάξουν το δωμάτιό μου. Θα βρουν το σημειωματάριο κάτω απ’ το τραπέζι, λες και το βάλανε εκεί οι ίδιοι, με τα χέρια τους.

Ξέρω πολύ καλά αυτό που θα συμβεί. Ο παλιάνθρωπος που άφησε ξεπίτηδες σπίτι μου αυτό το σημειωματάριο, θα ειδοποίησε κιόλας την αστυνομία. Φως φανάρι πως έπεσα σε μεγάλη παγίδα…

Όταν θα βρουν το σημειωματάριο οι αστυνομικοί θ’ αρχίσουν να λένε:

— Ομολόγησε!… Βαστάς μητρώο κι έγραψες σ’ αυτό το σημειωματάριο τα ονόματα τόσων υψηλών προσώπων; Για να κάνεις εκβιασμούς, ε; Ίσως και καμιά δολοφονία;

Αμάν, Γιαραμπή μου!… Τι να τους πω; Σάμπως θα με πιστέψουν;

Πρέπει αμέσως να το κάψω το σημειωματάριο και τη στάχτη του να τη σκορπίσω στους τέσσερις ανέμους. Ποιος άτιμος να μου σκάρωσε αυτή τη δουλειά;

Είχαν έρθει το βράδυ τρεις φίλοι μου στο σπίτι. Αδύνατο να κάνουν αυτοί τέτοιο πράγμα. Ο ένας είναι υφηγητής στο Πανεπιστήμιο, ο άλλος βιβλιοθηκάριος και ο τρίτος φιλόλογος…

Την ώρα που ήμουνα έτοιμος να κάψω το σημειωματάριο στο μπάνιο, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο φίλος μου ο Χαλίτ, βιβλιοθηκάριος του Πανεπιστημίου, που ‘χε έρθει και χτες το βράδυ. Ήταν κι αυτός ανήσυχος σαν κι εμένα.

— Τι έχεις; μου λέει, σε βλέπω πολύ ωχρό.

Τον ρωτάω κι εγώ:

— Τι χάλια είναι αυτά, πώς είσαι έτσι;

— Αμάν, μήπως μου ‘πεσε χτες το βράδυ κανένα σημειωματάριο;

Του το ‘δειξα:

—Μήπως είναι αυτό;

Το άρπαξε απ’ το χέρι μου.

— Αμάν, αυτό είναι… Δεν μπορώ να σου εξηγήσω πόσο στενοχωρήθηκα, νομίζοντας ότι τό ‘χασα…

Τον έπιασα αγκαζέ και τον οδήγησα στο δωμάτιο όπου έχω το γραφείο μου.

— Πήγα να πεθάνω από το φόβο μου, του είπα. Πες μου τώρα την αλήθεια, τι τις θέλεις τις διευθύνσεις τόσων προσωπικοτήτων; Αυτή τη φορά απόρησε ο φίλος μου:

— Δεν έχεις εσύ τέτοιο σημειωματάριο με διευθύνσεις;

— Όοοχι…

— Αμάν, φρόντισε να κάνεις ένα τέτοιο και να το ‘χεις στην τσέπη σου. Κάτσε να σου εξηγήσω, γιατί έγραψα στο σημειωματάριο αυτές τις διευθύνσεις. Μ’ έπιασε η μανία να μαζεύω πένες. Μερικές τις αγόρασα, μερικές μου τις χάρισαν. Έφτασα να ‘χω στις τσέπες μου δέκα, δεκαπέντε τέτοιες πένες. Είχα πάει στο ξενοδοχείο να δω ένα Γερμανό φίλο μου ποιητή, που είχε έρθει από τη Γερμανία. Σαν έμαθε ότι κάνω συλλογή από πένες, μου χάρισε κι αυτός μία. Μόλις βγήκα απ’ το ξενοδοχείο, δεν άντεξα στον πειρασμό, κι όταν έστριψα στη γωνιά, είπα να εξετάσω την πένα. Ξέρεις, πάντα κουβαλάω στην τσέπη μου λούπα. Κοίταξα με τη λούπα την άκρη της πένας. Μου φάνηκε πως ήταν χοντρή η μύτη. Έγραψα τυχαία δυο λέξεις στο σημειωματάριο. Δυο λέξεις που ήρθαν στο νου μου εκείνη τη στιγμή: «Λεπτή και κομψή». Για να ξύνω τις μύτες από τις πένες έχω μαζί μου πάντα ένα πολύ λεπτό σμυριδόχαρτο σαν κι αυτά που έχουν οι χρυσοχόοι. Πήρα τη λούπα στο χέρι μου κι ενώ εξέταζα άλλη μια φορά τη μύτη της πένας, δυο χέρια με άρπαξαν απ’ τους ώμους:

— Τι κάνεις εκεί;

— Εγώ; Τίποτα… Να, εξετάζω την πένα.

— Χι χι χίιι… Πένα ε; Τι δουλειά κάνεις;

— Εγώ, στο Πανεπιστήμιο…

Δεν πρόλαβα να τελειώσω την κουβέντα μου, και:

— Λοιπόν, καθηγητής ε… Βάι τον καθηγητή, βάι…

Ο ένας απ’ αυτούς, μ’ έσπρωξε με τον αγκώνα του στο αριστερό πλευρό μου λέγοντας:

— Προχώρα να δούμε.

— Αμάν, μπέηδες… Κάποιο λάθος θα κάνετε…

— Περπάτααα… βρέεε…

Άρχισα να περπατάω, μόλις έφαγα σπρωξιά και στο δεξί μου πλευρό. Αν σε βαστάει, μην περπατάς… Πήγαμε στο καρακόλι. Με ρίξανε σε μια κάμαρα. Περίμενα, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση… Ύστερα από κάμποση ώρα φάνηκε ένας:

— Γονάτισε! μου λέει.

— Δεν γονατίζω…

— Α, ώστε έτσι ε; Βάι, τον καθηγητή, βάι… Βγάλε ό,τι έχεις επάνω σου… Έβγαλα ό,τι είχα επάνω μου και τ’ ακούμπησα στο τραπέζι˙ δεκατέσσερις πένες, δύο βιβλία, ένα σημειωματάριο, μια λούπα, και δύο φύλλα σμυριδόχαρτο…

Έδειξε τις πένες:

— Τι είναι αυτά;

— Πένες…

— Χι χι χίιι… Πένες έ; Βάι τον καθηγητή, βάι… Δεν ήμουνα σε θέση να πω ότι δεν είμαι καθηγητής αλλά βιβλιοθηκάριος στο Πανεπιστήμιο. Πήρε στο χέρι του τη λούπα:

— Αυτό τι είναι;

— Λούπα…

— Λούπα έ; Βάι τον καθηγητή, βάι…

Ήρθαν άλλοι τρεις. Όλοι μαζί άρχισαν να με ανακρίνουν. Ένας πήρε το σμυριδόχαρτο:

— Τι είναι αυτό;

— Σμυριδόχαρτο.

— Βρε τι λογής σμυριδόχαρτο είναι αυτό. Δεν έχει ίχνος σμυρίγδι. Ποιανού τα πουλάς αυτά;

— Είναι ψιλό σμυριδόχαρτο, απ’ αυτό που χρησιμοποιούν οι χρυσοχόοι…

— Χι χι, χίιι. Ψιλό σμυριδόχαρτο ε; Βάι, τον καθηγητή, βάι… Μου ‘δωσε και μια σπρωξιά με τον ώμο του. Βλέπω ότι θα ‘χω άσχημα ξεμπερ­δέματα.

— Μπέηδες μου, τους λέω, κάποιο λάθος θά ‘χει γίνει… Δεν ξέρω για ποια αιτία με φέρατε εδώ, όμως εμένα με ξέρουνε όλοι οι δημοσιογράφοι και οι πανεπιστημιακοί. Δεν είμαι εγώ για τέτοιες ανακρίσεις.

Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο με μάλωσε, λέγοντας «Σσστ!» Ύστερα λάμψανε μεμιάς τα μάτια του. Έδειξε τις λέξεις που είχα σημειώσει πριν από λίγη ώρα, για να δοκιμάσω την πένα.

— Τι γράφει εδώ;

— Λεπτή και κομψή…

— Λεπτή και κομψή, ε;

— Ναι, λεπτή και κομψή…

— Και τι σημαίνει αυτό;

— Τίποτα δε σημαίνει…

— Τότε γιατί το ‘γραψες;

— Να, δοκίμαζα τη μύτη της πένας και…

— Α, ώστε έτσι… Καλά, δε βρήκες τίποτε άλλο να γράψεις κι έγραψες αυτό;

Η αλήθεια είναι πως δεν το είχα σκεφθεί καθόλου…

—Δεν ξέρω, αυτό ήρθε στο νου μου, αυτό έγραψα…

—Χι χι χίιι… Λεπτή και κομψή, ε; Τώρα θα σου δείξω εγώ…

— Αυτό θυμήθηκες, ε; Γιατί δεν ήρθε στο νου σου τίποτε άλλο;

Ο ένας απ’ αυτούς πήγε κοντά στη δακτυλογράφο. Άρχισε να υπαγορεύει τα πρακτικά. Μ’ έπιασε ένας φόβος… Μήπως αυτό που είχα γράψει τυχαία, «λεπτή και κομψή», ήταν κρυπτογράφημα κανενός δικτύου κατασκοπείας; Δεκατέσσερις πένες, το σημειωματάριο, η λούπα, δύο βιβλία, το σμυριδόχαρτο του χρυσοχόου, το «λεπτή και κομψή». ‘Όποιος και να ‘ναι θα υποψιαστεί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Όλα αυτά τα κατέγραψε ένας και κάποιος άλλος όλο και σκάλιζε το σημειωματάριο. Για όλα αυτά τα αντικείμενα που είχαν βρεθεί πάνω μου, μπορούσα να δικαιολογηθώ. Όμως εκείνο το «λεπτή και κομψή», πώς θα το δικαιολογούσα; Πού στο διάολο ήρθαν αυτές οι λέξεις στην άκρια της πένας μου; Δεν ήταν να γράψω τίποτε άλλο;

Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο στάθηκε ξαφνικά σε μια σελίδα. Ύστερα έδειξε εκείνη τη σελίδα στους άλλους. Κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους. Ξαφνικά άλλαξαν στάση απέναντί μου. Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο μου έδειξε μια διεύθυνση που ήταν γραμμένη εκεί:

— Με συγχωρείτε, μπέη εφέντη, λέει, τι σας είναι αυτός εδώ;

— Παλιός συμμαθητής μου. Ανταμώσαμε προχτές. Μου είχε κάνει το τραπέζι. Μου ‘δωσε τη διεύθυνσή του και την έγραψα στο σημειωματάριο.

Αυτά που έλεγα ήταν σωστά. Είχα δει έναν φίλο που είχα πολλά χρόνια να τον δω. Ούτε ήξερα πως ήταν Γενικός Διευθυντής.

Μου λέει μ’ ένα ντροπαλό χαμόγελο αυτός που κρατούσε στο χέρι το σημειωματάριο:

— Α, ώστε έτσι… Ο κύριος Γενικός Διευθυντής είναι στενός φίλος της εξοχότητάς σας…

— Βέβαια… Μάλιστα στο σχολειό τον φωνάζαμε Τιρτίκ Ριζά…

— Ευχαριστήθηκα πολύ, μπέη εφέντη… Γιατί δεν κάθεστε… Ορίστε σας παρακαλώ.

Ύστερα γύρισε στο συνάδελφό του.

— Τζάνουμ, γιατί φέρατε εδώ τον μπέη εφέντη; — Γυρίζοντας σ’ εμένα — Μπουγιούρουν εφέντη μ’… Μπουγιούρουν εφέντη μ’…

Εγώ μπροστά και πίσω αυτοί, μπήκαμε σ’ ένα επιπλωμένο δωμάτιο. Μ’ έβαλαν να καθίσω σε μια πολυθρόνα. Λέει ένας απ’ αυτούς:

— Κάνει ζέστη σήμερα. Θα διατάξετε να σας φέρουμε μια παγωμένη γκαζόζα;

— Ωωω, παρακαλώ…

Ήρθαν οι γκαζόζες. Μείναμε οι δυο μας, οι άλλοι φύγανε. Με ρώτησε ο απεναντινός μου:

— Εφέντη μ’, σε τι οφείλεται η επίσκεψή σας; Μήπως επιθυμείτε τίποτε;

Αλλάχ, Αλλάχ… Καλέ τι να επιθυμώ; Δε με φέρανε σηκωτόν εδώ; Να του πω ότι με φέρανε με τις σπρωξιές και με γροθιές, θα ήταν ντροπή, μια που μου δείχνουν τώρα τέτοια λεπτότητα. Λέω κι εγώ:

— Εφέντη μ’, έτσι ήρθα να σας κάνω μια επίσκεψη, για να ρωτήσω πώς πάν’ τα κέφια σας.

— Αμάν, εφέντη μ’, σας ευχαριστούμε πολύ. Να είστε καλά… Μας δώσατε μεγάλη χαρά. Αμάν, τι τιμή ήταν αυτή…

Σκέφτηκα να τα μαζέψω προτού να χαλάσει πάλι ο καιρός που έφτιαξε πριν από λίγο, λέγοντας:

— Θα σας παρακαλέσω να μου επιτρέψετε, μπέη εφέντη… Σηκώθηκε στο πόδι και με συνόδεψε ως την έξοδο.

Για να γλιτώσω απ’ τα χέρια τους, τάχυνα το βήμα μου. Θα ήταν ντροπή να ζητούσα τις πένες, το σημειωματάριο, τη λούπα. Σα να τους θύμιζα το λάθος τους… Έτρεξε από πίσω μου κάποιος:

— Μπέη εφέντη… Μπέη εφέντη… Κύριε καθηγητά… Εφέντη μ’, ξεχάσατε τα πράγματά σας.

Είχε φέρει τα πράγματά μου.

— Στ’ αλήθεια, είστε φίλος του Γενικού Διευθυντή;

— Ναι, γιατί ρωτάτε;

— Να, έτσι, τώρα έγινε της μόδας… Ο καθένας γράφει στο σημειωματάριό του ονόματα και διευθύνσεις υψηλών προσώπων. Με καταλαβαίνετε; Μ’ αυτό τον τρόπο τη γλιτώνουν λέγοντας ότι είναι φίλοι τους. Πού να ξέρουμε αν είναι ή δεν είναι φίλοι τους. Ώστε εσείς είστε στ’ αλήθεια φίλος του.

— Ναι.

— Μπέη εφέντη, σ’ αυτό το χαρτί έγραψα τα στοιχεία μου. Δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται, τι δε γίνεται… Αν ξαναδείτε καμιά φορά τον κύριο Γενικό…

Αφού μου εξιστόρησε ο Χαλίτ τα όσα τράβηξε πρόσθεσε:

— Λοιπόν, από κείνη τη μέρα κι ύστερα, όπου βρω διευθύνσεις υψηλών προσώπων, τους ξέρω δεν τους ξέρω, τις σημειώνω αμέσως στο σημειωματάριο. Αδερφέ μου, έσπασε η χολή μου, νομίζοντας πως το ‘χασα. Αυτές οι διευθύνσεις είναι κάτι σαν ασφάλεια ζωής… Αμάν, καν ‘το κι εσύ. Πρόσεξε όμως σε κάτι. Αν τυχόν και παραιτηθεί κανείς απ’ αυτούς, ή εξέλθει της υπηρεσίας λόγω υγείας ή λόγω γήρατος ή γίνει συνταξιούχος, θα τον διαγράψεις αμέσως από το σημειωματάριο. Αλλιώς θα χώσεις για καλά το κεφάλι σου σε μπελά…

Ώστε εσύ δεν είχες χαμπάρι απ’ αυτά τα πράγματα…

— Δεν είχα.

— Μπα σε καλό σου… Αδερφάκι μου, τώρα ο καθένας έχει στην τσέπη του από ένα τέτοιο σημειωματάριο, για να φυλάγεται από ατυχήματα και από μπελάδες. Ξέρεις τι σε περιμένει όταν βγεις απ’ αυτή την πόρτα; Θυμάσαι, άλλοτε φορούσαν οι άνθρωποι φυλαχτά, με γραμμένα διάφορα ξόρκια, για να προφυλαχτούν από τις αρρώστιες και από την κακιά την ώρα… Τώρα, αντί για ξόρκια είναι γραμμένες αυτές οι διευθύνσεις.

Και είναι εκατό τοις εκατό αποτελεσματικές.

μτφρ. Έρμος Αργαίος

Φόρτωση περισσότερων

This site is protected by wp-copyrightpro.com