Κυριακή πρωί, Παναγιώτης Μπενέας


ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ

Ξύπνησα

νωρίτερα πολύ απ’ το Αναμενόμενο

και επί ώρες αργοκίνητες αιωριζόμουν

πάνω απ’ το ψυχοφθόρο πάλι χάσμα

μεταξύ της προσμονής και άφιξής σου

έτριψα ευλαβικά τα στερεότυπα

πρωτάκουστο να σε δεξιωθεί

το τίποτα καινούριο

επάνδρωσα μ’ ατμό

των φλιτζανιών το αντίκρυ

και σε κοινό πιατάκι αποτόλμησα

δυο πινελιές απ’ το γλυκό

εκείνο του ενός και μόνον

κουταλιού

– εν εφεδρεία

το γλυκύτατο του μαχαιριού.

Αλλά

η ετοιμότης σου αρρώστησε.

Εισήχθη σε εντατική αμφιβολία

το αβίαστον.

(Παναγιώτης Μπενέας, προδημοσίευση από τη νέα ανέκδοτη Ποιητική Συλλογή)

Στιγμιότυπο, Λένα Παππά



Κάθησε εκεί πρόσεχε 

μη χύσεις το γάλα σου.

 

Μαμά γιατί το γάλα είναι άσπρο

πότε θα μου πάρεις ένα ποδήλατο

πού πάει ο ήλιος όταν δύσει

ποιος ανάβει τα άστρα

πεθαίνουν οι κούκλες;

 

Τι θα πει φωτόνια

υπάρχει στ’ αλήθεια η φεγγαρόλουστη

τι είναι τα χάπια της ευτυχίας

πού είναι το τόπι μου

ποιος έμαθε τα πουλιά να τραγουδούν

πότε παντρεύονται τα μερμήγκια

γιατί μετά το καλοκαίρι έρχεται ο χειμώνας

τι θα πει κρίσιμη ηλικία

ποιος γέννησε το Θεό

γιατί πεθαίνουμε

μιλάνε τα ψάρια;

Γιατί η Κοκκινοσκουφίτσα πήγε στο δάσος

αφού ήξερε πως ήταν εκεί ο λύκος

τι θα πει βόμβα μεγατόνων

γερνάνε οι άγγελοι;

Γιατί να μην έχουμε και μεις φτερά

πώς γίνεται η πλύση εγκεφάλου

τι χρειάζονται οι μύγες

θα με ξεχάσεις όταν πεθάνεις;

Πότε θα πάμε ταξίδι στο φεγγάρι

σ’ αρέσουν τα ροδάκινα

πού βρίσκεται το αθάνατο νερό

Γιατί έκανες «αχ»

κάθε πότε γίνονται οι πόλεμοι

τις φοβάσαι τις κατσαρίδες

οι κουτοί πάνε στον Παράδεισο

πού είναι ο Παράδεισος

-γιατί δεν μου απαντάς;

 

Μαμά όταν μιλάει κανείς πολύ

τελειώνει κάποτε η φωνή του;

 

 

 

Άτιτλο (Οι καθρέφτες μάς κούρασαν…), Μυρτώ Αναγνωστοπούλου

 


Οι καθρέφτες μάς κούρασαν

Προσπαθήσαμε να τους σπάσουμε
Μα γίναμε κομμάτια

Σκόρπια είδωλα
Σε λάθος θέσεις

Δυνάμωσε το φως επικίνδυνα
Πάμε να κοιμηθούμε

Τώρα φαντάσματα καμαρώνουν
Την αναπάντεχη παρουσία τους
Ανάμεσα στους καθρέφτες μας.

 

Από τη συλλογή Βαθμίδες, Ενότητα Εικόνες στον καθρέφτη (1973)

 

Βουνά σάς χαιρετώ, Μίκης Θεοδωράκης

 Μίκης Θεοδωράκης – Στον τάφο μου να γραφεί «Πολέμησε το Δεκέμβρη» – Η συμμετοχή στον ΕΛΑΣ και τη μάχη της Αθήνας το 1944 - ΤΟ ΒΗΜΑ
Βουνά, βουνά σάς χαιρετώ
φεύγω για μακριά
για ταξίδι μεγάλο δίχως πηγαιμό
δίχως γυρισμό.
Βουνά, βουνά σάς χαιρετώ
φεύγω για μακριά.


Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.


Μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά
αυτή μόνο θα νιώσει
το σκληρό καημό απ’ το χωρισμό
μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά.

 

Ομήρου Οδύσσεια, 9η ENOTHTA: ε 311-420/282-381- Φύλλο εργασίας

 

 

 

Ενοχή, Γιάννης Βαρβέρης

Φωτογραφία: Μωβ κιμωλία

 

Ενοχή
 
  
 
Πόσο
κίτρινος είναι ο ήλιος
 
που
μας κοροϊδεύει.
 
Πόσο
ιδανικοί εμείς αναλύοντας
 
τις
ακτίνες του.
 
Πόσο επαίσχυντα ωραίοι
 
όταν
τραβάμε το σύρτη.
 
Και
μένουμε άφωτοι  
ο ένας απέναντι στον άλλον.

 

 Γιάννης Βαρβέρης – Ποιήματα, Τόμος Α΄, 1975-1996, εκδ. Κέδρος, 2008.

Το υπερφίαλο λάθος, Βάσκο Πόπα

 

Το υπερφίαλο λάθος

Ήταν κάποτε ένα λάθος
Τόσο αστείο τόσο μικρό
Που είδηση δε θα τό ’παιρνε κανείς

Το ίδιο δεν ήθελε τον εαυτό του
Ούτε να τον βλέπει ούτε να τον ακούει

Και τι δεν σοφίστηκε
Μπας κι αποδείξει
Πως κατά βάθος δεν υπάρχει

Σοφίστηκε τον χώρο
Για να βολέψει μέσα του τις αποδείξεις
Και τον χρόνο για να του φυλάει τις αποδείξεις
Και τον κόσμο για να του κοιτάει τις αποδείξεις

Όλα όσα σοφίστηκε
Δεν ήταν ούτε τόσο αστεία
Ούτε και τόσο μικρά
Αλλά φυσικά ήταν λάθος

Αν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς

 

Μετάφραση: Έλλη Σκοπετέα, Ποιήματα, Βάσκο Πόπα,Εκδόσεις Κέδρος, 1979

Πηγή

 

Συνομιλία με την πέτρα, Βισουάβα Σιμπόρσκα

 I Lock my Door Upon Myself, Fernand Khnopff,1891


Συνομιλία με την πέτρα


Χτυπώ την πόρτα της πέτρας.
-Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
Θέλω να μπω στο εσωτερικό σου,
να κοιτάξω τριγύρω,
να σε αναπνεύσω σαν αναπνοή.

-Φύγε, λέει η πέτρα.
-Είμαι ερμητικά κλειστή.
Ακόμα και θρυμματισμένες σε κομμάτια
θα είμαστε ερμητικά κλειστές.
Ακόμα και τριμμένες σε άμμο
δεν θ’ αφήσουμε κανένα να μπει.

Χτυπώ την πόρτα της πέτρας.
-Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
Έρχομαι από καθαρή περιέργεια.
Γι’ αυτήν η ζωή είναι η μοναδική ευκαιρία.
Θέλω να σεργιανίσω στο παλάτι σου
και ύστερα να επισκεφθώ
ακόμα το φύλλο και τη σταγόνα του νερού.
Δεν έχω πολύ καιρό για όλα αυτά.
Η θνητότης μου πρέπει να σε συγκινήσει.

-Είμαι από πέτρα, λέει η πέτρα,
και από ανάγκη πρέπει να διατηρήσω την αυστηρότητα.
Φύγε από εδώ.
Δεν έχω μυώσεις γέλιου.

Χτυπώ την πόρτα της πέτρας.
-Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
Ακουσα ότι υπάρχουν σε σένα μεγάλες άδειες αίθουσες,
που δεν τις είδαν, μάταια όμορφες,
κούφιες, δίχως απόηχο οποιανού βημάτων.
Αναγνώρισε ότι κι εσύ λίγα ξέρεις γι’ αυτό.

-Μεγάλες και άδειες αίθουσες, λέει η πέτρα,
μα σ’ αυτές δεν υπάρχει θέση.
Όμορφες, μπορεί, αλλά έξω απ’ το γούστο
των δικών σου σεμνών αισθήσεων.
Μπορείς να με γνωρίσεις, ποτέ δεν θα με απολαύσεις.
Με όλη μου την επιφάνεια στρέφω σε σένα,
αλλά με όλο το εσωτερικό μου κύπτω αναποδογυρισμένο.

Χτυπώ την πόρτα της πέτρας.
-Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
Δεν ψάχνω σε σένα άσυλο για την αιωνιότητα.
Δεν είμαι δυστυχισμένη.
Δεν είμαι άστεγη.
Ο κόσμος μου αξίζει να γυρίσω πίσω.
Θα μπω και θα βγω με άδεια χέρια.
Και για απόδειξη ότι η παρουσία μου ήταν αληθινή,
δεν θα προσφέρω τίποτε άλλο από λέξεις,
που κανείς δεν θα τους δώσει εμπιστοσύνη.

-Δεν θα μπεις, λέει η πέτρα.
Σου λείπει η αίσθηση της συμμετοχής.
Καμιά αίσθηση δεν θα αντικαταστήσει
την αίσθηση συμμετοχής.
Ακόμα και η όραση οξυμμένη μέχρι που βλέπει τα πάντα
δεν θα σου χρησιμεύσει σε τίποτα
χωρίς την αίσθηση της συμμετοχής.
Δεν θα μπεις, έχεις μόλις το νόημα της συμμετοχής,
μόλις την ένωσή της, τη φαντασία.

Χτυπώ την πόρτα της πέτρας.
-Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
Δεν μπορώ να περιμένω δυο χιλιάδες αιώνες,
για να μπω κάτω απ’ τη σκεπή σου.

-Εάν δεν με πιστεύεις, λέει η πέτρα,
απευθύνσου στο φύλλο, θα σου πει αυτό που εγώ λέω.
Στη σταγόνα του νερού, θα πει αυτό που λέει το φύλλο.
Τελικά ρώτησε μια τρίχα του κεφαλιού σου.
Το γέλιο με διευρύνει, το γέλιο, υπερβολικό γέλιο,
με το οποίο δεν ξέρω να γελάω.

Χτυπώ την πόρτα της πέτρας.
-Εγώ είμαι, άσε με να μπω.
-Δεν έχω πόρτα, λέει η πέτρα.

Μετάφραση: Νίκος Χατζηνικολάου

Τέλος και αρχή, Βισουάβα Σιμπόρσκα, εκδ.Κούριερ,1997

 

 

 

 

 

Όλα, Βισουάβα Σιμπόρσκα

Snow Storm – Steam-Boat off a Harbour’s Mouth Joseph Mallord William Turner

 

Όλα-

λέξη ξιπασμένη, γεμάτη αλαζονεία.

θα έπρεπε να γράφεται σε εισαγωγικά.

Παριστάνει πως τίποτα δεν παραλείπει,

πως συγκεντρώνει, περιλαμβάνει, περιέχει και κατέχει.

Ενώ την ίδια στιγμή είναι μονάχα

το απομεινάρι μιας θύελλας. 

                                                             Μετάφραση: Μπεάτα Ζούλκιεβιτς

“Η ζωή εδώ και τώρα”, Βισουάβα Σιμπόρσκα, Εκδ. Καστανιώτη, 2021 


      

                                             

 

Η Παναγία των Κοιμητηρίων, Οδυσσέας Ελύτης

Παράσταση Ψυχών Απόντων, Χρήστος Μποκόρος


Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα
Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο


Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε
Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα ‘κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου
Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα
Έλα Κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στο Θάνατο.

 

 

Φόρτωση περισσότερων

This site is protected by wp-copyrightpro.com